ΕΛΛΑΔΑ

Τέσσερις πανεπιστημιακοί μιλούν για τη Συνταγματική Αναθεώρηση

Τέσσερις πανεπιστημιακοί μιλούν για τη Συνταγματική Αναθεώρηση
(Eurokinissi/ΚΟΝΤΑΡΙΝΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ)

Με αφορμή την παρουσίαση των προτάσεων για τη Συνταγματική Αναθεώρηση από τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα και το άνοιγμα της σχετικής διαδικασίας στη Βουλή μετά την πρόταση που κατέθεσε στον πρόεδρο της Βουλής η Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, τέσσερις έγκριτοι πανεπιστημιακοί εκφράζουν τις απόψεις τους στο πλαίσιο του δημόσιου διαλόγου που έχει ξεκινήσει.

Για τη συνταγματική αναθεώρηση και την κυβερνητική πρόταση μίλησαν στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο, ο πρόεδρος της Επιτροπής, κοσμήτορας στη Σχολή Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστημίου Αθηνών, Μιχάλης Σπουρδαλάκης, ο καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Γιώργος Γεραπετρίτης, ο καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Γιώργος Χ. Σωτηρέλης, και ο καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Γιάννης Δρόσος.

Μιχάλης Σπουρδαλάκης: Η εμπειρία που είχαμε από την κρίση, θα πρέπει να αποτυπωθεί

Τα τελευταία οκτώ χρόνια η χώρα είχε την εμπειρία μιας πολύ βαθιάς πολιτικής οικονομικής ανθρωπιστικής και πολιτιστικής κρίσης. Η κρίση αυτή είχε ως αιτία κατ΄ αρχήν τη βαθιά κρίση εκπροσώπησης η οποία σωβούσε πολλά χρόνια πριν εκδηλωθεί με τις επιλογές που ακολούθησαν την κρίση του 2010. Αυτή η εμπειρία άφησε πολύ σημαντικά αποτυπώματα στο πολιτικό σύστημα και στη Δημοκρατία μας.

Υπ΄ αυτή την έννοια, είναι απολύτως χρήσιμο και ώριμο, τώρα, που βγαίνουμε στο ξέφωτο, να δούμε προς τα πίσω και να κάνουμε κάποιες διορθώσεις στον καταστατικό μας χάρτη, οι οποίες, θα βελτιώσουν την ποιότητα της Δημοκρατίας μας και θα αποτρέψουν, στο μέλλον, κάποια από τα φαινόμενα, τα οποία την πλήγωσαν.

Θα πρέπει βέβαια, να πω ότι η κρίση δεν ήταν αποτέλεσμα ενός κακού Συντάγματος. Το Σύνταγμά μας, είναι αρκετά καλό. Ωστόσο η εμπειρία την οποία είχαμε από αυτή την κρίση, θα πρέπει να αποτυπωθεί.

Να αναφέρω ορισμένα παραδείγματα, τα οποία προκύπτουν και από την πρόταση του κυβερνώντος κόμματος. Το ζήτημα της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας, να μην οδηγεί σε εκλογές, ώστε να σταθεροποιηθεί κατά κάποιο τρόπο το σύστημα. Οι προτάσεις δυσπιστίας οι οποίες παίζουν ένα ρόλο περίπου επικοινωνιακό.

Το ίδιο το Κοινοβούλιο πρέπει να υποδεικνύει και το νέο πρωθυπουργό και να μην καταφεύγει το πολιτικό σύστημα σε εξωπολιτικά πρόσωπα, που μόνο εκτός πολιτικής και συμφερόντων δεν είναι.

Όλα αυτά έχουν ως στόχο, νομίζω, την έμμεση τουλάχιστον αναβάθμιση του κύρους της πολιτικής και των πολιτικών, που όλο αυτό το διάστημα είχε υπονομευθεί. Υπό αυτή την έννοια, και ώριμες είναι οι συνθήκες για συνταγματική αναθεώρηση, και οι προτάσεις που έχουν ακουστεί έως τώρα, ανταποκρίνονται σε αυτό.

Υπάρχει και μια διάσταση πολύ σημαντική και πρέπει να παλέψουμε για να την κατακτήσουμε. Πρέπει να υπονομεύσουμε το γενικότερο κλίμα της πολιτικής πόλωσης. Αυτή η προϋπόθεση είναι εξαιρετικά σημαντική, όταν μιλάμε για τόσο μεγάλες αλλαγές, όπως είναι η αναθεώρηση του Συντάγματος. Αυτό είναι κάτι που με ανησυχεί, όμως η σοβαρότητα που έδειξαν οι πολίτες και οι φορείς που συμμετείχαν στον προδιαδικαστικό διάλογο για τη συνταγματική αναθεώρηση, τον οποίο είχα την τύχη και την τιμή να συντονίσω, μου δίνουν ελπίδες, ότι αυτές οι πολώσεις δεν θα σταθούν εμπόδιο, στο να δημιουργηθεί ένα κλίμα, έστω δυναμικής συναίνεσης, που τουλάχιστον θα συζητήσει με ανοικτά τα ζητήματα και όχι με συνθηματολογίες και απλουστεύσεις μηδενικού αθροίσματος.

Γιώργος Γεραπετρίτης: Το Σύνταγμα δεν προσφέρεται για μικροπολιτική

Στην Ελλάδα, για λόγους μείζονος ιστορικού συμβολισμού, το Σύνταγμα προσέλαβε ιστορικά οιονεί μεταφυσικές διαστάσεις, είτε ως λαϊκό αίτημα είτε ως τελευταίο καταφύγιο έναντι των αυθαιρεσιών της κρατικής εξουσίας. Αρκεί κάποιος να θυμηθεί την 3η Σεπτεμβρίου 1844, το αίτημα για συντακτική Βουλή το 1911, το σύνθημα «114» το 1965-66 και την αποκατάσταση της δημοκρατίας το 1974 με τη λογική ότι «η δημοκρατία δικαίω ουδέποτε κατελύθη». Εντούτοις, η ιδεολογική αυτή σημασία του Συντάγματος έχει υποχωρήσει απέναντι σε πολιτικές σκοπιμότητες. Με τον τρόπο αυτό, η αναθεώρηση ανασύρεται όταν ο πολιτικός χρόνος το επιβάλλει είτε για την αλλαγή της πολιτικής ατζέντας, είτε για τη συσπείρωση των κυβερνώντων, είτε για την πρόκληση τεχνητών διαχωριστικών γραμμών.
Ερμηνεύοντας, με κάποιο βαθμό υποκειμενικότητας, τις αναθεωρητικές θέσεις που έχουν εκφράσει οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου φαίνεται να υπάρχουν τρεις κατηγορίες διατάξεων.

Η πρώτη κατηγορία είναι οι ώριμες διατάξεις, στις οποίες φαίνεται να υπάρχει σύγκλιση τόσο για την ανάγκη αναθεώρησης όσο και, σε γενικές γραμμές, για το περιεχόμενό της, όπως για παράδειγμα η ευθύνη των βουλευτών και των υπουργών (με την περιστολή των προνομίων), η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας και ο διαχωρισμός της από τις εθνικές εκλογές, ο τρόπος επιλογής των ανωτάτων δικαστών και η απεξάρτησή της από τη βούληση της κυβερνητικής πλειοψηφίας. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν διατάξεις στις οποίες υπάρχει σύγκλιση για την ανάγκη αναθεώρησης, αλλά διαφωνία στο περιεχόμενό της, όπως το ασφαλές επενδυτικό περιβάλλον και οι αρμοδιότητες των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, με την κυβερνητική πλειοψηφία να εμφορείται από κρατισμό (π.χ. κρατικό μονοπώλιο ενέργειας και υδάτων, ενόσω ήδη έχει υπάρχει πρόβλεψη και ενωσιακή υποχρέωση για ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ) και την αντιπολίτευση να διατυπώνει περισσότερο φιλελεύθερες και καινοτόμες προτάσεις.

Στην τρίτη κατηγορία ανήκουν διατάξεις στις οποίες δεν υπάρχει σύγκλιση ούτε καν για να τεθούν σε αναθεώρηση από την παρούσα Βουλή, όπως το άρθρο 16 για το μονοπώλιο στην ανώτατη παιδεία και το άρθρο 3 για τις σχέσεις κράτους και Εκκλησίας.

Δυστυχώς, υπό τις συνθήκες αυτές, δεν φαίνεται να υφίστανται σήμερα οι πολιτικές προϋποθέσεις για μια αναθεώρηση διαβουλευτική, ορθολογική και γενναία, όπως η χώρα έχει ανάγκη. Οδεύουμε κατά τούτο σε μια αναθεώρηση που θα κινείται στον ελάχιστο κοινό παρονομαστή και θα αποτελέσει περισσότερο αντικείμενο πολιτικής αντιπαράθεσης παρά ουσιαστικής συζήτησης για την αναδιάταξη θεσμών που πλέον έχουν καταστεί αναχρονιστικοί.

Για τον λόγο αυτό θεωρώ ότι το πολιτικό προσωπικό της χώρας θα πρέπει να παραμερίσει τις συνταγματικές πομφόλυγες περί συντακτικής συνέλευσης που θα καταλύσει το Σύνταγμα για να δημιουργήσει ένα νέο, περί συνταγματικού δημοψηφίσματος το οποίο συνιστά ωμή καταστρατήγηση της αναθεωρητικής διαδικασίας και περί ενός Συντάγματος της ευτυχίας που θα διασφαλίζει με τρόπο εικονικό ό,τι η πραγματικότητα έχει στερήσει στον λαό.

Απαιτείται ευθυκρισία και αυτοκριτική για ένα νέο μοντέλο που θα απελευθερώνει το δυναμικό της χώρας, με διατάξεις πρακτικές και ωφέλιμες προς την κατεύθυνση της πολιτικής κανονικότητας, της ασφάλειας και σταθερότητας και της αναπτυξιακής προοπτικής. Η ευθύνη απέναντι στις επόμενες γενιές από μια αποτυχημένη αναθεωρητική πρωτοβουλία είναι μεγάλη και όλοι, πολιτικό προσωπικό και επιστημονική κοινότητα, θα κριθούμε με αυστηρότητα.

Γιώργος Χ. Σωτηρέλης: Οι προτάσεις που διατυπώθηκαν δεν εκφράζουν μια συνολικά επεξεργασμένη και ρηξικέλευθρη συνταγματική πολιτική

«Είναι αλήθεια ότι η πρωτοβουλία του πρωθυπουργού για την συνταγματική αναθεώρηση καθυστέρησε πολύ και αδικαιολόγητα, παρότι οι σχετικές εξαγγελίες είχαν γίνει αρκετά χρόνια πριν. Παρά δε την μακρά κυοφορία της, στο πλαίσιο ενός αμφιλεγόμενου «κοινωνικού διαλόγου», το αποτέλεσμα είναι κατά την άποψή μου άνευρο, διστακτικό και σε κάθε περίπτωση κατώτερο του αναμενομένου.

Πράγματι, οι προτάσεις που διατυπώθηκαν γενικά από τον πρωθυπουργό είναι εν πολλοίς αποσπασματικές και άτολμες, σε κάθε δε περίπτωση δεν εκφράζουν μια συνολικά επεξεργασμένη και ρηξικέλευθη συνταγματική πολιτική.

Ειδικότερα:

Ορισμένες από αυτές είναι θεσμικά αδιάφορες, γατί δεν απαντούν σε πραγματικά προβλήματα (π.χ. η καθιέρωση του αναλογικού εκλογικού συστήματος και η λεγόμενη δημιουργική πρόταση δυσπιστίας). Άλλες είναι εντελώς λανθασμένες και απλώς αντανακλούν ιδεολογικές εμμονές (πχ το να απαγορεύεται συνταγματικά, σε μια εποχή συμμαχικών κυβερνήσεων, να διορισθεί πρωθυπουργός που δεν είναι βουλευτής...).

Οι περισσότερες πάντως κινούνται μεν, καταρχήν, σε σωστή κατεύθυνση αλλά είναι είτε εξαιρετικά άτολμες είτε ελλιπείς. Στην κατηγορία αυτήν εντάσσονται οι προτάσεις:

Πρώτον, για την μεταρρύθμιση των σχέσεων Κράτους - Εκκλησίας, η οποία είναι καταφανώς ενδοτική και άνευρη, παρά το ότι η πρόσφατη θεοκρατικών αντιλήψεων απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας για το μάθημα των θρησκευτικών βοά ότι χρειάζεται πλέον να επιβληθούν ριζικές λύσεις, προς την κατεύθυνση του χωρισμού τους (δηλαδή της αποκρατικοποίησης της Εκκλησίας και της αποεκκλησιαστικοποίησης του κράτους). Η πρόταση αυτή θα ήταν συζητήσιμη (απλώς ως ένα βήμα προόδου) μόνον αν ήταν αποτέλεσμα συμβιβασμού με την σχεδόν «θρησκόληπτη» -αλλά κατά τα άλλα «φιλελεύθερη»...- αξιωματική αντιπολίτευση και τις άλλες πειθήνιες προς την εκκλησιαστική εξουσία πολιτικές δυνάμεις.

Δεύτερον, για την τροποποίηση της διάταξης του άρθρου 86, η οποία είναι μεν εύλογη, διότι όλοι πλέον θεωρούν προβληματική την ισχύουσα διάταξη περί ευθύνης υπουργών, πλην όμως δεν κάνει το μεγάλο βήμα να αναθέσει συνολικά τη σχετική αρμοδιότητα στα δικαστήρια (με ειδική, πάντως, διαδικασία, για την αποφυγή καταχρηστικών παρεκτροπών).

Τρίτον, για την προστασία των κοινωνικών και εργασιακών δικαιωμάτων, η οποία δεν περιλαμβάνει την σημαντικότερη τομή προς αυτήν την κατεύθυνση, που θα ήταν κατά την άποψή μου η κατοχύρωση του «εγγυημένου επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης», προκειμένου να ενισχυθεί κανονιστικά η προστατευτική εμβέλεια των κοινωνικών δικαιωμάτων.

Τέταρτον, για την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας, η οποία δεν έχει νόημα να συζητείται αν δεν αποκατασταθούν συνταγματικά οι πράγματι ρυθμιστικές αρμοδιότητες που είχε ο Πρόεδρος πριν από την αναθεώρηση του 1986 (εξαιρουμένων πάντως εκείνων που εγκυμονούσαν τον κίνδυνο εμπλοκής του στο πολιτικό παιχνίδι, όπως π.χ. η παύση της κυβέρνησης και η διάλυση της Βουλής για λόγους «προφανούς δυσαρμονίας»).

Πέμπτον, για την καθιέρωση θεσμών άμεσης δημοκρατικής συμμετοχής (και όχι «άμεσης δημοκρατίας», όπως λέγεται εσφαλμένα) με λαϊκή πρωτοβουλία. Ο εμπλουτισμός του αντιπροσωπευτικού μας συστήματος με τέτοιους θεσμούς μπορεί να ενεργοποιήσει πράγματι τα κουρασμένα αντανακλαστικά της σύγχρονης δημοκρατίας, πλην όμως απαιτούνται συγκεκριμένοι περιορισμοί ως προς τον αριθμό τους και αυστηρότατες εγγυήσεις, ιδίως ως προς τα δημοψηφίσματα, τόσο προς τα θέματα που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο δημοψηφίσματος όσο και ως προς την διατύπωση των ερωτημάτων. Διαφορετικά μπορεί να οδηγηθούμε σε αλλοίωση του νοήματος της άμεσης δημοκρατικής συμμετοχής, όπως συνέβη άλλωστε με το δημοψήφισμα του 2015, που ήταν από κάθε άποψη παράδειγμα προς αποφυγήν...

Πέρα από τις προτάσεις που έγιναν υπάρχουν βεβαίως και πολλές άλλες που έπρεπε κατά την άποψή μου να γίνουν αλλά δεν έγιναν. Τις έχω διατυπώσει επανειλημμένα αλλά δεν κρίνω σκόπιμο να τις επαναλάβω, διότι το μείζον πλέον, πριν από την διατύπωση οποιωνδήποτε νέων προτάσεων, είναι η πλήρης απεμπλοκή από τις παρελκυστικές, διχαστικές και εκβιαστικές λογικές που επικράτησαν έως τώρα και η ειλικρινής προσχώρηση όλων των πολιτικών δυνάμεων σε μια νηφάλια και εποικοδομητική διαβούλευση, ώστε να προχωρήσουν όσο το δυνατόν περισσότερες από τις αλλαγές που θα μπορούσαν να αποβούν χρήσιμες για την λειτουργία του πολιτεύματος.

Γιάννης Δρόσος: Η έξοδος από το καθεστώς των μνημονίων και οι εξελίξεις επιβάλουν την ουσιαστική επανεκτίμηση σημαντικών πλευρών του Συντάγματος.

Η έξοδος από το καθεστώς των μνημονίων, η νέα οικονομική διακυβέρνηση της Ευρώπης, αλλά και οι εξελίξεις (και πρόοδος) σε πολλούς άλλους τομείς, επιβάλουν την ουσιαστική επανεκτίμηση σημαντικών πλευρών και λειτουργιών του συνταγματικού μας πολιτεύματος. Έτσι η αναθεωρητική του Συντάγματος πρωτοβουλία του πρωθυπουργού, αλλά και η ευπρόσδεκτη αναμενόμενη συμμετοχή της αντιπολίτευσης στη θεσμική συζήτηση που ανοίγει με αυτήν την πρωτοβουλία είναι μία ευκαιρία να γίνει αυτή η ουσιαστική επανεξέταση. Ελπίζω ο σχετικός διάλογος να διεξαχθεί με τη μεγαλύτερη δυνατή νηφαλιότητα και να καταφέρει να καλύψει με επιτυχία όσο περισσότερα κρίσιμα θέματα γίνεται.