Ο Πατριάρχης Μόσχας διακόπτει την μνημόνευση του ονόματος του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου
Ο Πατριάρχης Μόσχας και πασών των Ρωσιών, Κύριλλος, αποφάσισε να διακόψει την μνημόνευση του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου, όχι όμως και την επικοινωνία μεταξύ των δύο εκκλησιών.
Τη σχετική απόφαση έλαβε σήμερα η Ιερά σύνοδος της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, με αφορμή την απόφαση του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου να εγκρίνει την Αυτοκεφαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας και να αποστείλει στις 7 Σεπτεμβρίου δύο απεσταλμένους του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Κίεβο, το οποίο το Πατριαρχείο της Μόσχας θεωρεί ότι υπάγεται στην δική του δικαιοδοσία.
«Η Ιερά Σύνοδος της Ρωσικής ορθόδοξης Εκκλησίας στην σημερινή της συνεδρίαση έλαβε την απόφαση να σταματήσει τη μνημόνευση του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως (σ.σ. Οικουμενικού Πατριάρχη) κατά την τέλεση της Θείας λειτουργίας στην Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία» δήλωσε κατά τη διάρκεια ενημέρωσης ο πρόεδρος της επιτροπής εξωτερικών σχέσεων του Πατριαρχείου της Μόσχας, μητροπολίτης του Βολοκολάμσκι, Ιλαρίων.
Η απόφαση αυτή, όπως διευκρίνισε ο εκπρόσωπος τύπου του Πατριάρχη Μόσχας και Πασών των Ρωσιών ιερέας Αλεξάντρ Βολκόφ, δεν στερεί τη δυνατότητα των κληρικών του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως (σ.σ. Οικουμενικού Πατριαρχείου) και της Ρωσικής ορθόδοξης Εκκλησίας να πραγματοποιούν από κοινού λειτουργίες».
Ωστόσο όπως μετέδωσε αργότερα το πρακτορείο TASS, ο εκπρόσωπος τύπου του Πατριάρχη Μόσχας και Πασών των Ρωσιών ιερέας Αλεξάντρ Βολκόφ, επεξηγώντας την απόφαση αυτή, δήλωσε ότι το πατριαρχείο της Μόσχας αποφάσισε να μη μνημονεύεται το όνομα του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου κατά τη διάρκεια της λειτουργίας όπως και να αναστείλει τη συλλειτουργία με τους ιεράρχες της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, θεωρώντας ότι αυτό συνιστά το τελευταίο προειδοποιητικό μέτρο και την ελπίδα για διάλογο.
Η Ιερά σύνοδος της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, με αφορμή τη απόφαση αυτή του Οικουμενικού Πατριαρχείου να εγκρίνει την Αυτοκεφαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ουκρανία, είχε εκφράσει τότε την «έντονη διαμαρτυρία και τη βαθιά της δυσαρέσκεια» δηλώνοντας ότι οι ενέργειες της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως (σ.σ. του Οικουμενικού Πατριαρχείου) «συνιστούν κατάφωρη παραβίαση των εκκλησιαστικών κανόνων».