ΕΛΛΑΔΑ

Η γλώσσα της επικοινωνίας του πόνου, μέσα από τα μάτια μιας γλωσσολόγου

(Eurokinissi/ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ)

Μόλις 21 ημέρες μετά τις φονικές πυρκαγιές της ανατολικής Αττικής, η Ελλάδα πενθεί ακόμη και οι Έλληνες κρύβουν μέσα τους την βαθιά πληγή του πόνου. Πολύ δε περισσότερο, οι πυρόπληκτοι και οι άνθρωποι που έχασαν σχεδόν τα πάντα!

Ο πόνος είτε ψυχικός, είτε σωματικός ωστόσο, έχει τους δικούς του κώδικες επικοινωνίας και αξίζει να τον προσεγγίσουμε προκειμένου να μπορέσουμε να τον αντιληφθούμε!

Η αφήγηση κατά τη διάρκεια της επικοινωνίας ενός γιατρού με τον ασθενή του και η μελέτη της αποτελούν ένα σπουδαίο κεφάλαιο ζωής που μπορεί να βοηθήσει στην προσπάθεια για καλύτερες διαγνώσεις των προβλημάτων υγείας, αλλά και στην παρακολούθηση των βαθύτερων ψυχικών και σωματικών μεταβολών που επέρχονται στη ζωή των ανθρώπων όταν έρχονται αντιμέτωποι με τέτοιες καταστάσεις.

Ακούγοντας προσεκτικά το αφήγημα του ασθενή, ο γιατρός ανοίγει έναν ασφαλέστερο δρόμο κατανόησης του άβατου του σώματος και της ψυχής, και ταυτόχρονα αυξάνει τις πιθανότητες επίτευξης μιας αποτελεσματικότερης θεραπείας.

Η γλώσσα της επικοινωνίας γιατρού και ασθενή παραμένει ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον θέμα, που θα έπρεπε να φωτιστεί περισσότερο, δεδομένου ότι το «ιστορικό» του πόνου και της ασθένειας μπορεί να οδηγήσει σε καλύτερη διάγνωση και άρα και ιατρική αντιμετώπιση. Πώς όμως αντιμετωπίζεται η αφήγηση ως μία γλωσσική δραστηριότητα, μάς εξηγεί η Επίκουρη Καθηγήτρια Γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και επιμελήτρια του τόμου «Η διαχείριση του πόνου στη δημόσια σφαίρα – Από τη νηπιακή ηλικία έως την ενηλικίωση» κ. Νικολέττα Τσιτσανούδη – Μαλλίδη.

«Οι λειτουργίες της γλώσσας κατά την αφήγηση στο χώρο της ιατρικής παρουσιάζουν εντονότατο ενδιαφέρον», επισημαίνει. «Στα νοσηλευτικά ιδρύματα, κατά την επικοινωνία γιατρού – ασθενή, ασθενή – νοσηλευτή, αλλά και ακόμη μεταξύ των ασθενών, αναπτύσσονται ολοκληρωμένες αφηγήσεις, πάνω στις οποίες, εκτός από την κλινική εικόνα, μπορεί να στηρίζεται μία θεραπευτική μέθοδος. Ο γλωσσικός κώδικας τον οποίο θα χρησιμοποιήσει ένας γιατρός συνομιλώντας με τον ασθενή του, αποτελεί έναν κρίσιμο δίαυλο για την αποτύπωση της ψυχικής και σωματικής κατάστασης του δεύτερου. Ο πόνος μπορεί να είναι μια καθαρά μοναχική εμπειρία – κάποιοι υποστηρίζουν ότι είναι ανεπικοινώνητος, δεν μπορεί δηλαδή να επικοινωνηθεί – αλλά σε κάθε περίπτωση μπορεί να εκφραστεί ή να περιγραφεί. Κι αυτό γίνεται σαφώς με γλωσσικά μέσα, με εξαίρεση την περίπτωση ενός βογγητού ή μιας κραυγής, όταν και η γλώσσα απορρυθμίζεται ως μέσο, καθώς έχουμε να κάνουμε με ένα πρωτόγονο εκφραστικό άξονα».

Ένας γιατρός ή νοσηλευτής που είναι ευαισθητοποιημένος με αυτές τις λειτουργίες της γλώσσας μπορεί να είναι περισσότερο αποτελεσματικός;

«Η χρήση ενός άτυπου καθημερινού γλωσσικού ρεπερτορίου μπορεί να καταστήσει έναν γιατρό πιο οικείο και πιο προσηνή στον ασθενή του ο οποίος έτσι πιθανόν του αποκαλύπτεται ευκολότερα. Η υιοθέτηση στοιχείων από τον ανεπίσημο καθημερινό λόγο πιθανόν να διευκολύνει αυτή τη διαδικασία. Σύμφωνα εξάλλου με τη θεωρία της προσαρμογής της ομιλίας, ο ομιλητής επιλέγει κατά την επικοινωνία να χρησιμοποιήσει ένα γλωσσικό κώδικα ο οποίος συγκλίνει και ταιριάζει με τις ανάγκες του συνομιλητή, καθώς εάν επέλεγε το αντίθετο, αυτό θα σήμαινε μία συνειδητή απόκλιση και άρα πιθανόν μία άρνηση να ενδυναμώσει τους δεσμούς του με τον παραλήπτη του λόγου του. Κάτω από ένα τέτοιο πρίσμα, η σύγκλιση μπορούμε να ισχυριστούμε ότι συνδέεται με την επιθυμία του ομιλητή, εν προκειμένω του γιατρού ή του νοσηλευτή, να διαμορφώσει ένα αίσθημα ενότητας μεταξύ του ιδίου και των ατόμων που συμμετέχουν στη ‘συνομιλία’, εν προκειμένω των ασθενών στο πλαίσιο της καλλιέργειας ενός είδους συνάφειας μεταξύ τους».

Πολύ μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι διάφορες απεικονίσεις του πόνου από την πλευρά των ασθενών. Έτσι ο πόνος μπορεί να εμφανίζεται ως μία «ιδιοκτησία» του ασθενή («έχω μονίμως έναν πόνο»), μπορεί να ταξιδεύει στο σώμα του («ξεκινάει από τη μέση και καταλήγει στα πόδια»), ή μπορεί να εμφανίζεται ως ένας «εχθρός» ή «φωτιά» ή ακόμη να κλείνει το στόμα του ασθενή, ειδικά όταν αυτός μπροστά στον πόνο χάνει τα λόγια του (πολλές φορές σιωπούμε όταν μας κατακλύζει ένας βαθύς ψυχικός πόνος ή ισχυρός σωματικός).

«Όπως υποστηρίζει η Καθηγήτρια Χρυσούλα Λασκαράτου, σε μία μελέτη της που δημοσιεύεται στον συλλογικό τόμο «Η διαχείριση του πόνου», παρά την ποικιλία των γλωσσικών μέσων που έχει ο πάσχων στη διάθεσή του, για να επικοινωνήσει τον πόνο, είναι αδύνατο να μην αναρωτηθεί κανείς, μήπως τελικά ο πόνος δεν εισακούεται και παραμένει βουβός, ως μία μοναχική εμπειρία που φυλακίζει τον ασθενή και προκαλεί μία ρήξη ανάμεσα στο πώς αισθάνεται ο ίδιος τη δική του πραγματικότητα σε σχέση με την πραγματικότητα των άλλων» προσθέτει η κ. Τσιτσανούδη.

Τέλος, αναφορικά με την επιστημονική ορολογία, «μια απλουστευτική διάθεση έναντι των διαφόρων ιατρικών όρων προδίδει μία συνειδητή ή και ασύνειδη τάση από την πλευρά των γιατρών να αποσυνδεθούν από φαινόμενα γλωσσικού ή πολιτισμικού ηγεμονισμού. Κι αυτό διότι αποφεύγοντας να χρησιμοποιούν όρους τεχνικούς ή επιστημονικούς επιδιώκουν να γίνει ο λόγος τους εύκολα και γρήγορα αντιληπτός από κοινωνικές ομάδες, οι οποίες δεν έχουν την πρόσβαση στην επιστημονική ή την τεχνική γλώσσα. Εάν υιοθετούσαν ανεξαιρέτως μία γλώσσα εξειδικευμένη, ο λόγος τους θα αποκτούσε ή θα συντηρούσε στοιχεία πολιτισμικού ηγεμονισμού, ενώ θα κινδύνευε να σφραγίσει με κατωτερότητα τους αποδέκτες του. Κι αυτό δεν θα διευκόλυνε τη διαδικασία της διάγνωσης».

Σε κάθε περίπτωση, μπορεί ο πόνος να είναι ένα απόλυτα μοναχικό ταξίδι για τον κάθε ασθενή, όμως όταν μοιράζεται μοιάζει να ελαφραίνει το βάρος του! Η απόφαση είναι καθαρά προσωπική…

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

× Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies. Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τους Όρους Χρήσης