Τι ισχυρίζεται στο υπόμνημά της η 22χρονη που κατηγορείται για παιδοκτονία
Την απόφασή της να πετάξει το μόλις λίγων ωρών βρέφος της στο φωταγωγό επιχείρησε να εξηγήσει μέσω υπομνήματός της η 22χρονη από τη Νέα Σμύρνη, που κατηγορείται για παιδοκτονία.
Η κοπέλα επικαλείται το αίσθημα του φόβου που την ώθησε στη συγκεκριμένη ενέργεια αλλά και τις κακές σχέσεις τόσο με τους γονείς της όσο και με τον πατέρα του παιδιού όταν αυτός πληροφορήθηκε την εγκυμοσύνη.
«Οταν το τεστ εγκυμοσύνης βγήκε θετικό αρχικώς αισθάνθηκα υπέροχα και τόσο όμορφα. Αμέσως απευθύνθηκα στον Δ., φυσικό πατέρα του κυοφορούμενου, ωστόσο μόλις του ανακοίνωσα το γεγονός εκείνος έκλεισε το τηλέφωνο και δεν απάντησε έκτοτε σε καμία από τις κλήσεις μου», αναφέρει η 22χρονη συμπληρώνοντας ότι στόχος της ήταν να γεννήσει σε δημόσιο νοσοκομείο καθώς δεν διέθετε τα χρήματα και στη συνέχεια να δώσει το παιδί για υιοθεσία.
Περιγράφοντας τη διαδικασία του τοκετού αναφέρει ότι «παρόλο που είχε έντονους πόνους είχε και τον φόβο μην την ακούσει κανείς καθώς φώναζε». Εξηγεί επίσης ότι «το μωρό γλίστρησε στη μπανιέρα και έτσι κόπηκε ο ομφάλιος λώρος».
«Δεν ήξερα τι έπρεπε να κάνω, άνοιξα το παράθυρο και άφησα το μωρό να πέσει πάνω σε ένα δίχτυ που γνώριζα ότι υπήρχε στον ακάλυπτο χώρο της πολυκατοικίας, ήμουν απολύτως σίγουρη ότι δεν πρόκειται να πάθει τίποτα το μωρό μου». Ωστόσο τελικά, «την επόμενη ημέρα γειτόνισσα ήρθε στο σπίτι και ανέφερε ότι είχε βρει στον ακάλυπτο το μωρό. Κάλεσαν την αστυνομία... ο φόβος με απέτρεψε από το να αναφέρω τι είχε συμβεί».
Αναλυτικά το υπόμνημα της 22χρονης
«Οι τελευταίοι μήνες της ζωής μου υπήρξαν για την ιδιοσυγκρασία μου και την υπόστασή μου ιδιαίτερα επίπονοι. Βρέθηκα εντός μίας καταστάσεως, στην οποία ουδείς άνθρωπος θα επιθυμούσε να βρεθεί. Το χαρμόσυνο γεγονός μιας εγκυμοσύνης, δυστυχώς, για την δική μου οικογένεια δεν θα αποτελούσε τέτοιο, αλλά μία πηγή φόβου και τρόμου απέναντι πρώτον, στις συνέπειες που θα προέκυπταν από την ανακοίνωσή του και, κατά δεύτερον, στην ζωή του κυοφορούμενου μωρού, καθώς, η επιτακτική επιθυμία της μητέρας μου θα ήταν,σίγουρα, να το «ρίξω». Φοβόμουν, συνεπώς, ακόμα και να μιλήσω στην ίδια μου τη μητέρα, διότι ήμουν βεβαία πως θα νευριάσει μαζί μου. Ενώ σε άλλες περιπτώσεις η μητέρα της κάθε εγκυμονούσας είναι στήριγμα, στη δική μου περίπτωση πίστευα ότι ήταν πηγή φόβου, όπως προείπα, για τις προκληθησόμενες συνέπειες. Ο φόβος μου αυτός καθοδήγησε, για όλο το χρονικό διάστημα της μοναχικής μου εγκυμοσύνης, την ερμητική σιωπή μου.
Είμαι μία γυναίκα σε ιδιαίτερα νεαρή ηλικία (δεν έχω συμπληρώσει τα 22 έτη ζωής). Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Νέα Σμύρνη, στο σπίτι της οδού Πριγκηποννήσων, όπου συνεχίζω να διαμένω με τη μητέρα μου. Οι γονείς μου χώρισαν όταν ήμουν ακόμη σε πολύ μικρή ηλικία. Δυστυχώς, με τον πατέρα μου, ο οποίος διαμένει στο Παλαιό Φάληρο, δεν έχω καμία απολύτως επαφή. Ο άνθρωπος αυτός θα μπορούσε να είναι ένα στήριγμα, αφ’ ης στιγμής είχα μεγάλα και σημαντικά προβλήματα στη σχέση μου με τη μητέρα μου. Βάσει της επιλογής τους να διαταραχθούν οι σχέσεις τους μεταξύ τους, αυτό είχε ως συνέπεια και τη διαταραχή των σχέσεών του μαζί μου. Ίσως, στην περίπτωσή μου βρίσκει πρακτική εφαρμογή η σοφή λαϊκή ρήση περί αμαρτιών των γονέων που παιδεύουν τα τέκνα τους. Συνεπώς, άλλο ένα κοντινό μου πρόσωπο και μάλιστα σε πρώτου βαθμού συγγένεια, δεν θα μπορούσε να με βοηθήσει ούτε να είναι ο άνθρωπος στον οποίο θα μπορούσα να αποταθώ.
Το έτος 2015 πέτυχα την είσοδό μου στη Σχολή Διοίκησης Μονάδων Υγείας και Πρόνοιας, που εδρεύει στην πόλη της Καλαμάτας. Προκειμένου να δύναμαι να παρακολουθώ τα μαθήματα της ως άνω σχολής, μίσθωσα ένα διαμέρισμα στην Καλαμάτα, όπου και διέμενα το μεγαλύτερο διάστημα του έτους.
Επειδή στην συγκεκριμένη σχολή πλέον έδινα μόνο μαθήματα αποφάσισα την οριστική επιστροφή μου στην Αθήνα, στο σπίτι μου, τον Σεπτέμβριο του 2017, και παράλληλα την εγγραφή μου σε ιδιωτικό ΙΕΚ (ΑΚΜΗ).
Λίγο καιρό πριν την αποχώρησή μου από την Καλαμάτα, περίπου τρεις μήνες, μέσω κοινής παρέας, γνωρίστηκα με τον Δ.Ρ με τον οποίο συνήψα ερωτικό δεσμό. Τελευταία φορά τον είδα δια ζώσης κατά την πρώτη εβδομάδα του Αυγούστου του 2017, την περίοδο που ήμουν στην Καλαμάτα,προκειμένου να τακτοποιήσω τα ζητήματα της μετακόμισής μου. Συνέχισα να επικοινωνώ με τον Δημήτρη ενώ είχα επιστρέψει στην Αθήνα, ο ρυθμός όμως της επικοινωνίας μας έβαινε μειούμενος.
Προϊόντος του χρόνου, περί τα τέλη Σεπτεμβρίου – αρχές Οκτωβρίου 2017, διαπίστωσα καθυστέρηση στον έμμηνο κύκλο μου, γεγονός που με θορύβησε και με οδήγησε στον έλεγχο πιθανότητας εγκυμοσύνης. Το τεστ εγκυμοσύνης βγήκε θετικό. Αρχικώς αισθάνθηκα υπέροχα και τόσο όμορφα. Αμέσως απευθύνθηκα στον Δ., φυσικό πατέρα του κυοφορούμενου, καθώς ήμουν σε θέση με πάσα βεβαιότητα να προσδιορίσω τον πατέρα αυτού, βεβαιότητα που αντλείται από δύο γεγονότα: Πρώτον, ήταν ο μοναδικός με τον οποίο διατηρούσα ερωτικό δεσμό και δεύτερον, κατά τις συνευρέσεις μας δεν κάναμε χρήση αντισυλληπτικών μεθόδων.
Λόγω και της εμφανίσεως μου στην προσπάθεια μου να διατηρήσω τον σύντροφό μου είχα αποδεχθεί την επιθυμία του για μια πιο ελεύθερη σεξουαλική επαφή, όπως μου ζήταγε επίμονα. Κατά την τελευταία, δε, συνεύρεσή μας εκσπερμάτισε εντός του κόλπου μου. Τον κάλεσα τηλεφωνικώς λοιπόν και μόλις του ανακοίνωσα το γεγονός, μου έκλεισε το τηλέφωνο! Προσπάθησα πλείστες φορές να επικοινωνήσω μαζί του, όμως καμία δεν εστέφθη από επιτυχία. Ο Δ. δεν απάντησε σε καμία από τις κλήσεις μου.
Στην συνέχεια προσπάθησα να βρω στήριγμα στην κολλητή μου φίλη. Εκμυστηρεύτηκα αυτή την απόφαση αλλά δυστυχώς είχα περίπου την ίδια αντιμετώπιση. Ομολογούμενος η άρνηση τόσο του συντρόφου μου όσο και της κολλητής μου φίλης με στεναχώρησαν και με ανάγκασαν να προχωρήσω μόνη μου στην διαδικασία. Το παιδί που θα γεννούσα το ήθελα καθώς ήταν ο καρπός του έρωτά μου. Έλαβα λοιπόν την απόφαση να κρατήσω.
Πράγματι, κατάφερα όλο αυτό το διάστημα να αποκρύψω επιτυχώς από τη μητέρα μου και κάθε άλλον την κυοφορία. Ανέμενα δε τη γέννηση του παιδιού μου, βάσει δικών μου υπολογισμών, καθώς δεν είχα χρήματα να επισκεφθώ γυναικολόγο, περί τον Μάιο.
Μόνη απέναντι στη σκληρή πραγματικότητα και χωρίς κανένα στήριγμα αποφάσισα να κυοφορήσω το έμβρυο και στη συνέχεια, αφού γεννηθεί να το δώσω προς υιοθεσία, σε κάποια οικογένεια που θα μπορούσε να εγγυηθεί την ομαλή ανατροφή του. Θα επιχειρούσα λοιπόν να αποκρύψω την εγκυμοσύνη για τους υπόλοιπους μήνες, πράγμα που θεώρησα εύκολο, δεδομένου ότι με την μητέρα μου, αν και διαμένουμε στην ίδια οικία δε βρισκόμαστε ιδιαιτέρως συχνά. Περαιτέρω, δεν θα ήταν δύσκολο να αποκρυβεί κάποια σωματική μου μετάλλαξη, καθώς τυγχάνω ευτραφής και με την κατάλληλη ενδυματολογική επιλογή (ήτοι φαρδιά ρούχα), θα μπορούσα να περάσω απαρατήρητη, όπως και τελικά επέτυχα.
Είχα δε λάβει την απόφαση να γεννήσω σε Δημόσιο νοσοκομείο, καθώς δεν ήμουν ικανή να αναλάβω το κόστος μιας ιδιωτικής κλινικής. Την ως άνω απόφαση δεν ετόλμησα ποτέ να ανακοινώσω στη μητέρα μου, ούσα σίγουρη πως θα με απέτρεπε από την κυοφορία και θα με προέτρεπε στην άμβλωση.
Η ενημέρωση μου σε θέματα εγκυμοσύνης γίνονταν από το διαδίκτυο. Δυστυχώς δεν μπορούσα να επισκέπτομαι ιατρό για τους παραπάνω λόγους, ενώ ουδέποτε έλαβα τα κατάλληλα φάρμακα για την περίοδο αυτή.
Την Παρασκευή, 20 Απριλίου 2018 ξύπνησα τη συνήθη ώρα, προκειμένου να πάω στη Σχολή μου. Η μητέρα μου έλειπε από το σπίτι, όπως και κάθε εργάσιμη ημέρα, καθώς εργάζεται σε τράπεζα στο Παλαιό Φάληρο και συνήθως αποχωρεί από την οικία μας κατά τις 6.30 και επιστρέφει κατά τις 15.30.
Κατευθυνόμενη προς τη σχολή μου, αισθάνθηκα αδιαθεσία και σύντομα έντονο κοιλιακό άλγος. Επέστρεψα γρήγορα στο σπίτι μου, θεωρώντας πως χρειαζόμουν ξεκούραση. Ωστόσο, οι πόνοι γίνονταν διαρκώς εντονότεροι.
Συνειδητοποίησα ότι είχε φτάσει η ώρα της γέννας. Δεν είχα χρήματα όμως για να πάω σε κάποιο νοσοκομείο ενώ για πρώτη φορά αισθάνθηκα Φόβο. Επέστρεψα στην οικία μου. Οι έντονοι πόνοι είχαν επιφέρει εφίδρωση. Μπήκα στο μπάνιο για ένα ντους. Εκείνη την ώρα επέστρεψε η μητέρα μου η οποία αφού κατάλαβε ότι ήμουν στο μπάνιο, μου φώναξε για να μου πει ότι θα πάει στη γιαγιά μου (μητέρα της) και ότι θα επέστρεφε προσεχώς για να πάμε σε κάποιες δουλειές που είχαμε. Έζησα τον απόλυτο πανικό εκείνη τη στιγμή. Ο χρόνος μου τελείωνε.
Της απευθύνθηκα λέγοντάς της απλώς «εντάξει», κι εκείνη αποχώρησε. Κατά τη διάρκεια που στεκόμουν όρθια μέσα στο μπάνιο ένιωσα ότι το μωρό «κατεβαίνει». Είδα το κεφάλι του παιδιού και, ενστικτωδώς, «έσπρωχνα» προκειμένου να βγει. Λόγω εντονότατων πόνων, φώναζα, όμως δεν με άκουσε κανείς, πιθανότατα γιατί οι υπόλοιποι ένοικοι, τις συγκεκριμένες ώρες, βρίσκονται στην εργασία τους, ενώ στο διπλανό διαμέρισμα διαμένει μια ηλικιωμένη κυρία, μειωμένης ακοής. Δηλαδή ενώ γεννούσα, ενώ είχα αφόρητους πόνους, ενώ δεν γνώριζα τι πρέπει να κάνω, ενώ έβλεπα το κεφαλάκι του μωρού, είχαν παράλληλα το φόβο μη τυχόν και με ακούσει κανείς.
Πράγματι, μετά από έντονες προσπάθειες και φρικτούς πόνους, το παιδί βγήκε, μου γλίστρησε μέσα από τα χέρια μου και έπεσε στην μπανιέρα. Κόπηκε με αυτόν τον τρόπο και ο ομφάλιος λώρος. Το σήκωσα από τη μπανιέρα και διαπίστωσα ότι αναπνέει αχνά, με δυσκολία. Ωστόσο, δεν έκλαψε καθόλου. Είχα μάθει από την ενημέρωση μου στο διαδίκτυο ότι το μωρό μόλις γεννηθεί πρέπει να κλάψει.
Το μπάνιο είχε πλημμυρίσει με αίματα. Από στιγμή σε στιγμή θα επέστρεφε η μητέρα μου. Σε κατάσταση πανικού και έντρομη, έκοψα με ψαλίδι το τμήμα του ομφάλιου λώρου που κρεμόταν από εμένα. Δεν ήξερα όμως ότι έπρεπε να δεθεί και η αιμορραγία συνεχίστηκε. Όσο γρηγορότερα μπορούσα έπλυνα το μωρό και ξεπλύθηκα και η ίδια από τα αίματα. Βγήκα από το μπάνιο και πήγα στο δωμάτιό μου με το μωρό.
Δεν θα αργούσε η επιστροφή της μητέρας μου. Δεν ήξερα τι θα έπρεπε πλέον να κάνω. Άνοιξα το παράθυρο και την μπαλκονόπορτα του δωματίου μου και άφησα το μωρό να πέσει επάνω σε ένα δίχτυ, που γνώριζα ότι υπάρχει ακριβώς από κάτω στον ακάλυπτο χώρο της πολυκατοικίας μου, ενώ ήμουνα απόλυτα σίγουρη ότι δεν πρόκειται να πάθει τίποτα το μωρό μου.
Μάζεψα όσο ταχύτερα μπορούσα τις πετσέτες που είχαν αίμα, καθώς και τον πλακούντα, τα έβαλα σε μια σακούλα και κατέβηκα να τα πετάξω στον κάδο απορριμμάτων που βρίσκεται απέναντι από την πολυκατοικία. Επέστρεψα στο σπίτι και πριν προλάβω να ξεπλύνω το αίμα που είχε απομείνει στο μπάνιο, είχε γυρίσει η μητέρα μου. Στη θέα του αίματος με ρώτησε τι είχε συμβεί και της αποκρίθηκα ότι είχα περίοδο, δικαιολογία που δεν έγινε άμεσα πιστευτή καθώς η ποσότητα του αίματος ήταν μεγάλη, ωστόσο ενέμεινα σε αυτήν.
Καθάρισα με χαρτί υγείας το αίμα και απέρριψα στον οικιακό κάδο τα συγκεκριμένα ματωμένα χαρτιά, τα οποία απέρριψε η μητέρα μου στον κάδο που βρίσκεται απέναντι από την πολυκατοικία την επόμενη ημέρα. Δυστυχώς αρκετά συχνά επισκεπτόμουνα την τουαλέτα καθώς έχανα μεγάλες ποσότητες αίματος.
Σε αυτό το χρονικό διάστημα ανέμενα καρτερικά την στιγμή που θα αποχωρούσε η μητέρα μου, είτε για κάποια δουλειά, είτε για ψώνια ώστε να πάρω το παιδί μου και να πάμε σε ένα νοσοκομείο.
Το Σάββατο, 21 Απριλίου, η από τον ισόγειο όροφο γειτόνισσα, ήρθε στο σπίτι μου και είπε στη μητέρα μου πως στο δίχτυ που βρίσκεται στον ακάλυπτο χώρο, φαίνεται να κείται κάτι σαν μωρό. Βγήκαν από το δωμάτιό μου να το δουν, όμως επειδή δεν ήταν ευδιάκριτο κατέβηκαν στο ισόγειο όπου και διαπίστωσαν πράγματι περί τίνος επρόκειτο. Αμέσως κάλεσαν την αστυνομία. Δεν ανέφερα τίποτα ούτε στους αστυνομικούς ούτε στη μητέρα μου, η οποία με ρώτησε επί τούτω εκ νέου, προφανώς ενθυμούμενη το περιστατικό της προηγούμενης ημέρας. Ο φόβος ο οποίος είχε πλέον αναμιχθεί με ντροπή, με απέτρεψε από το να της αναφέρω τι είχε συμβεί.
Άπαντα τα ανωτέρω αποδεικνύουν ότι πρόκειται για την συμπεριφορά και τις πράξεις ενός παιδιού ανίκανου να αντιδράσει με λογική και σύνεση. Ενός παιδιού που τρόμαξε μπροστά στον αναλογισμό των συνεπειών της γέννησης ενός τέκνου. Και μόλις εμφιλοχώρησε ο φόβος, δεν τέθηκε σε εφαρμογή κάποιο παιδοκτόνο σχέδιο, αντιθέτως, τέθηκε σε εφαρμογή η προσπάθεια διάσωσης του παιδιού μου. Η όλη αυτή, όμως, τραγική κατάσταση στην οποία είχα περιέλθει δεν επέτρεψε την αντιμετώπιση διά της λογικής των επιγενομένων καταστάσεων.
Είναι προφανές ότι δεν θα πρέπει να αξιολογηθεί η συμπεριφορά μου υπό οιοδήποτε έτερο πρίσμα, πλην εκείνου του μειωμένου καταλογισμού, επί του οποίου ο νομοθέτης, η θεωρία και η νομολογία των Δικαστηρίων μας έχουν επιφυλάξει εκτεταμένες αναλύσεις, οι οποίες είναι προφανές ότι συνηγορούν στην απόλυτη ταύτιση με την περίπτωσή μου. Είναι δεδομένο ότι πλείστες όσες αποφάσεις των Δικαστηρίων μας έχουν προσδώσει στη συμπεριφορά μου αυτή την αιτιολόγηση της επιλοχίου καταθλίψεως, η οποία στην περίπτωσή μου επιρρωνύεται από άπαντα τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα πραγματικά περιστατικά σχετικά με την σχέση μου με τη μητέρα μου, τον πατέρα μου, τον κοινωνικό μου περίγυρο, αλλά και, τελικά, τον φυσικό πατέρα του αδικοχαμένου παιδιού μου.
Υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών
Ευρίσκομαι στην ηλικία των 22 ετών, διαβιώ στη Νέα Σμύρνη, επί της οδού Πριγκηποννήσων, αριθμός 5.
Ουδέποτε έχω απασχολήσει τις Αρχές για οιοδήποτε αδίκημα και το ποινικό μου μητρώο είναι λευκό. Τυχόν προσωρινή μου κράτηση, ή επιβολή εγγυοδοσίας είναι δεδομένο ότι θα εξοντώσει τόσο εμένα όσο και την οικογένειά μου.
Είναι απολύτως δεδομένο πως δεν εμπίπτω σε ουδεμία εκ των περιπτώσεων που θέτει ο Νομοθέτης σχετικά με την υποχρέωση επιβολής προσωρινής κρατήσεως. Ουδεμία εκ των προϋποθέσεων πληρούται, ειδικά τη στιγμή που για αδικήματα όπου το πλαίσιο ποινής δεν ξεπερνά τα δέκα (10) έτη καθείρξεως, όπως εν προκειμένω, θα πρέπει να τηρούνται έτι περιατέρω διαιαίτερα περιοριστικές προϋποθέσεις.
Πέραν των τυπικών προϋποθέσεων που θέτει ο Νόμος, προκειμένου να επιβληθεί προσωρινή κράτηση, εδώ θα πρέπει αν εξετάσουμε και περαιτέρω στοιχεία, τα οποία έχουν να κάνουν με την ιδιοσύστασή μου και κατά πόσον αυτά επηρέασαν την απονενοημένη πράξη μου, προκειμένου να θεωρηθεί ότι ο καταλογισμός του αξιοποίνου θα πρέπει να τοποθετηθεί σε μειωμένα επίπεδα. Σύμφωνα με γνωστές ψυχιατρικές μελέτες, μια τραυματική εμπειρία έχει επιπτώσεις και παρενέργειες σε όλη την ύπαρξη της προσωπικότητας του ατόμου.
Τα τελευταία χρόνια, οι νευροεπιστήμες, μέσα από την ιατρική γνώση και ψυχολογία, μας εξηγούν επιστημονικά πώς επηρεάζεται ο εγκέφαλος, οι 14 νευροδιαβιβαστές και όλη η ψυχοβιολογική υπόσταση, μετά από ένα τραγικό γεγονός, την μετατραυματική εμπειρία του στρες (PTSD).
Αυτό το τραυματικό γεγονός που βίωσα, δεν μπορεί να εξηγηθεί με την καθημερινή λογική και κατανόηση. Είναι τελείως διαφορετικός ο τρόπος αντιμετώπισης της κατάστασης από ένα άτομο, ένα κορίτσι, ένα παιδί, όταν το έμβρυο είναι ακόμα μέσα στην κοιλιά, που έχει τον έλεγχο αυτής της κατάστασης και διαφορετικά όταν έρχεται κάποιος αντιμέτωπος με την πραγματικότητα. Η ψυχοβιολογική υπόστασηη με την εμφάνιση του παιδιού αναταράσσεται, είναι μια σκηνή τραγική, μοναχική και επώδυνη. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, σύμφωνα πάντα με τις νευροεπιστήμες, η αμυγδαλή του εγκεφάλου αναλαμβάνει τη λειτουργία των αποφάσεων που δεν έχουν σχέση με τη λογική ερμηνεία του μέσου ανθρώπου.
Η απώλεια δε αίματος σε μεγάλες ποσότητες διαταράσσει απόλυτα την πνευματική αντίληψη και την κρίση του παθόντος αφού οι χαμηλές τιμές στον αιματοκρίτη ενεργοποιούν αμυντικές διαδικασίες στον οργανισμό για την ανάγκη επιβίωσης (Ιατρική Βιβλιογραφία, χαμηλός αιματοκρίτης και διαδικασίες επιβίωσης του οργανισμού ΙΣΑ 2005).
Προσπάθησα να βρω στήριγμα σε όλη αυτήν την περίπλοκη διαδικασία τόσο από τον σύντροφό μου όσο και από τους φίλους μου. Δυστυχώς η απόρριψή τους με ανάγκασε να ανέβω μόνη μου τον Γολγοθά ενώ και η φοβία μου για να το εξωτερικεύσω πολλαπλασιάστηκε. Αφού δεν ενδιαφέρονταν κανένας, πως η μητέρα μου θα το αποδέχονταν; Πως θα έβρισκα το θάρρος να πω κάτι τέτοιο σε αυτήν; Πως θα αντιδρούσε όταν όλοι οι υπόλοιποι με αποθαρρύνουν;
Δεν ζητώ να δικαιολογήσετε την πράξη μου. Ζητώ μόνο ένα ίχνος κατανόησης. Ο εγκλεισμός μου σε κατάστημα κρατήσεως ή μονάδας ψυχικής υγείας θα έχει ως αποτέλεσμα την απόλυτη καταστροφή μου. Βάσει της καταστάσεώς μου, είναι αδύνατον να υπομείνω κάτι τέτοιο. Είναι δεδομένο πως αυτό οδηγήσει στον μαρασμό μου και τη διάλυση του υπολοίπου της ζωής μου, για την οποία, παρά τις δυσκολίες, έχω ακόμη όνειρα και θέλω να παλέψω με τα προβλήματά μου. Εκείνα που με έφεραν ενώπιόν Σας, να απολογούμαι για τη ζωή του ίδιου του παιδιού μου που πήρα...
Ο νόμος Σας παρέχει τη δυνατότητα, αφ’ ης στιγμής θεωρήσετε πως θα πρέπει να μου επιβληθεί ο οιοσδήποτε όρος, αυτός να είναι της υποχρεωτικής θεραπείας και ψυχιατρικής παρακολούθησης κατά τακτά χρονικά διαστήματα σε κατάλληλη εξωνοσοκομειακή Μονάδα Ψυχικής Υγείας ή εξωτερικά ιατρεία δημόσιου ψυχιατρικού ή γενικού νοσοκομείου. Ο όρος αυτός θα επιτελέσει και τον κοινωνικό σκοπό που οφείλει να υπηρετεί το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης μας, καθώς δεν θα καταστρέψει, αλλά θα βοηθήσει έναν άνθρωπο που έχει συνηδειτοποιήσει την τραγικότητα των πράξεών του και έχει μεταμεληθεί.
Διά ταύτα εξαιτούμαι
Να μην επιβληθεί εις βάρος εμού ουδένα μέτρο δικονομικού καταναγκασμού και δη του επαχθέστερου της προσωρινής κρατήσεως, καθώς δεν πληρούνται οι ουσιαστικές και δικονομικές προϋποθέσεις που θέτει ο Νόμος, αλλά ούτε και το μέτρο της επιβολής εγγυοδοσίας, καθώς αυτό θα οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια στον εγκλεισμό μου, άλλως και σε περίπτωση που θεωρήσετε ότι θα πρέπει να μου επιβληθεί κάποιο μέτρο δικονομικού καταναγκασμού, αυτό να είναι της υποχρεωτικής θεραπείας και ψυχιατρικής παρακολούθησης κατά τακτά χρονικά διαστήματα σε κατάλληλη εξωνοσοκομειακή Μονάδα Ψυχικής Υγείας ή εξωτερικά ιατρεία δημόσιου ψυχιατρικού ή γενικού νοσοκομείου ενέργεια που και εγώ επιθυμώ διακαώς.