Εξάρθρωση σπείρας που εξαπατούσε πολίτες κυρίως μέσω αγοραπωλησίας αυτοκινήτων
Μεγάλη σπείρα που εξαπατούσε πολίτες κυρίως μέσω αγοραπωλησίας αυτοκινήτων εξαρθρώθηκε από την Υποδιεύθυνση Ασφάλειας Δυτικής Αττικής σε συνεργασία με το Τμήμα Ασφαλείας Μεγάρων, ενώ, σύμφωνα με την εκτίμηση της Αστυνομίας, τα κέρδη της από την παράνομη δράση της υπερβαίνουν κατά πολύ τα 2 εκατομμύρια ευρώ.
Ειδικότερα, έπειτα από συντονισμένη επιχείρηση, στην οποία συμμετείχαν περισσότεροι από 200 αστυνομικοί, στα Μέγαρα, την Κορινθία, το Άργος και τη Νέα Κίο, συνελήφθησαν 33 άτομα, ηλικίας από 19 έως 72 ετών, μεταξύ των οποίων και οι 5 αρχηγοί. Επιπλέον, ταυτοποιήθηκαν και αναζητούνται 4 από τα βασικά μέλη και 23 από τα περιφερειακά, ηλικίας από 22 έως 71 ετών.
Σε βάρος των συλληφθέντων σχηματίστηκε δικογραφία για τα κατά περίπτωση αδικήματα της εγκληματικής οργάνωσης, απάτες και πλαστογραφίες κατά συναυτουργία και κατ' εξακολούθηση, απόπειρες απατών, πλαστογραφίες τετελεσμένες και σε απόπειρα κατά συναυτουργία και κατ' εξακολούθηση, υφαρπαγή ψευδούς βεβαίωσης και νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα.
Σημειώνεται, ότι οι περισσότεροι από τα αρχηγικά και τα βασικά μέλη είναι σεσημασμένοι για παρόμοια αδικήματα.
Σύμφωνα με την Αστυνομία, οι κατηγορούμενοι από το 2015 έως και σήμερα, έχουν διαπράξει περισσότερες από 237 αξιόποινες πράξεις, ενώ εξετάζεται η συμμετοχή τους και σε εκατοντάδες ακόμη παράνομες δράσεις σε όλη την Ελλάδα. Σημειώνεται, επίσης, ότι ορισμένοι από τους συλληφθέντες εμπλέκονται και 41 ακόμη αξιόποινες πράξεις, σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, για τις οποίες έχουν σχηματιστεί αντίστοιχες δικογραφίες.
Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι τα περισσότερα μέλη γνωρίζονταν πολλά χρόνια μεταξύ τους, ενώ διατηρούσαν στενές συγγενικές και φιλικές σχέσεις. Κάποιοι εκ των δραστών αναζητούσαν, εντόπιζαν και ανέβαζαν ψευδείς αγγελίες πώλησης οχημάτων, άλλα μέλη είχαν αναλάβει το ρόλο του διαμεσολαβητή με τα υποψήφια θύματα και άλλοι εμφανίζονταν και προσποιούνταν επιχειρηματίες ή ιδιοκτήτες οχημάτων.
Οι δράστες διέπρατταν απάτες με τη μέθοδο της ανάρτησης ψευδών αγγελιών πώλησης οχημάτων σε διαδικτυακές ιστοσελίδες. Συγκεκριμένα, αναρτούσαν ψευδείς αγγελίες πώλησης παντός τύπου μεταχειρισμένων οχημάτων και εξαρτημάτων τους, σε ιδιαίτερα συμφέρουσες τιμές που ήταν αρκετά χαμηλότερες από τις αντίστοιχες της αγοράς. Έτσι, κατόρθωναν να προσελκύσουν το ενδιαφέρον πολλών υποψήφιων αγοραστών. Η σπείρα κάλυπτε τις απαιτήσεις της πλειοψηφίας των υποψήφιων αγοραστών που αναζητούσαν κάποιο όχημα. Αναρτούσαν προς πώληση οχήματα παλαιάς και νέας τεχνολογίας, οικονομικά και πολυτελή, μηχανές μικρού και μεγάλου κυβισμού, αυτοκίνητα Ι.Χ και φορτηγά, τροχόσπιτα, τρακτέρ, νταλίκες, επικαθήμενα, ανατρεπόμενες καρότσες, μηχανήματα έργων, φορτωτές, κλαρκ και σκάφη αναψυχής. Όσον αφορά τις φωτογραφίες των οχημάτων που διέθεταν προς πώληση, τις προμηθεύονταν είτε από ήδη υπάρχουσες αγγελίες εσωτερικού ή εξωτερικού στο διαδίκτυο, είτε από προσωπική τους έρευνα.
Στην ανάρτηση των αγγελιών δήλωναν ότι το προς πώληση όχημα βρίσκεται σε απομακρυσμένη περιοχή, συνήθως νησί, με σκοπό οι υποψήφιοι αγοραστές να μην πηγαίνουν να το δουν από κοντά. Όταν υποψήφια θύματα επικοινωνούσαν με τους δράστες, αυτοί είτε προσποιούνταν τους καταξιωμένους επιχειρηματίες, ιδιοκτήτες στόλου οχημάτων, τα οποία συνήθως «δεν είχαν ανάγκη», για να δικαιολογήσουν την πώληση τους σε χαμηλή τιμή, είτε τους εύπορους και προστατευτικούς γονείς, οι οποίοι πωλούσαν όχημα το οποίο χρησιμοποιείται από το παιδί τους σε χαμηλή τιμή, επειδή φοβούνται τροχαίο ατύχημα. Αυτό γινόταν κυρίως σε περιπτώσεις πώλησης μηχανών μεγάλου κυβισμού. Μάλιστα, στη συγκεκριμένη περίπτωση συμμετείχε και ο υποτιθέμενος «γιός», που εξηγούσε, μάλιστα, τα τεχνικά χαρακτηριστικά της μηχανής ή του αυτοκινήτου.
Οι δράστες όταν πετύχαιναν προφορική συμφωνία για την αγοραπωλησία με τον αγοραστή, αξιολογούσαν το επίπεδο ευκολοπιστίας του και ανάλογα αποσπούσαν όσα περισσότερα χρήματα μπορούσαν. Στην αρχή, αποσπούσαν ένα χρηματικό ποσό ως προκαταβολή για την αγορά του οχήματος, την κατοχύρωσή του, λόγω της μεγάλης ζήτησής του από άλλους υποψήφιους αγοραστές και τη διαγραφή της αγγελίας πώλησης. Στη συνέχεια, αποσπούσαν χρήματα με τη χρήση διάφορων προσχημάτων, όπως η πληρωμή Φ.Π.Α, έκδοση τιμολογίων, πληρωμή των μεταφορικών εξόδων, πληρωμή των εξόδων μεταβίβασης, ενώ σε πολλές περιπτώσεις προκειμένου να κερδίσουν την εμπιστοσύνη κάποιου δύσπιστου θύματος, χρησιμοποιούσαν το τέχνασμα της εικονικής επιστροφής χρημάτων.
Στις περιπτώσεις εκείνες που κάποιος δύσπιστος αγοραστής τους ζητούσε προσωπικά στοιχεία και στοιχεία του οχήματος, οι δράστες εντόπιζαν πραγματικές αγγελίες πώλησης οχημάτων και υποδυόμενοι τους υποψήφιους αγοραστές, έπαιρναν πληροφορίες και στοιχεία για τους νόμιμους κατόχους και των οχημάτων τους. Αναρτούσαν αγγελίες πώλησης χρησιμοποιώντας τις φωτογραφίες και τα στοιχεία που ήταν στις αληθινές αγγελίες, συστήνονταν με τα ονόματα των πραγματικών πωλητών ενώ έστελναν στα υποψήφια θύματα- αγοραστές, τα προαναφερόμενα στοιχεία που είχαν αντλήσει από τους νόμιμους κατόχους.
Για την ανάρτηση των αγγελιών συνδέονταν στο διαδίκτυο από το δίκτυο καταστημάτων παροχής διαδικτυακών υπηρεσιών και από δίκτυα των οποίων το ηλεκτρονικό ίχνος χρησιμοποιείται ταυτόχρονα από πολλούς χρήστες, προκειμένου να μην είναι εύκολος ο εντοπισμός τους από την Αστυνομία.
Η κατάθεση των χρημάτων γινόταν σε τραπεζικούς λογαριασμούς και μέσω ταχυδρομικών επιταγών. Σε περίπτωση που κάποιο θύμα αντιδρούσε για την αργοπορία ολοκλήρωσης των διαδικασιών, οι δράστες χρησιμοποιούσαν διάφορες προφάσεις, προκειμένου να το καθησυχάσουν. Εάν το θύμα αντιλαμβανόταν την απάτη, εκτόξευαν απειλές κατά της ζωής του, αλλά και κατά των μελών της οικογενείας του.
Παράλληλα, η σπείρα διέπραττε απάτες και με άλλα είδη. Σύμφωνα πάντα με την Αστυνομία, τα μέλη της έρχονταν σε επαφή με επιχειρήσεις, αλλά και με ιδιώτες, υποδυόμενα τους υποψήφιους αγοραστές και αποσπούσαν εμπορεύματα και διάφορα αντικείμενα, όπως είδη ελαιοσυγκομιδής, κατεψυγμένα θαλασσινά, πριν από τη Σαρακοστή, ξηρούς καρπούς, καφέ και φιάλες με ουίσκι. Αφού έρχονταν σε επαφή με ιδιώτες ή επιχειρήσεις και ολοκληρωνόταν η παραγγελία, κατάρτιζαν πλαστό αποδεικτικό εικονικού εμβάσματος προς τον λογαριασμό του θύματος, το οποίο στη συνέχεια έστελναν στα θύματά τους ως απόδειξη εξόφλησης της παραγγελίας.
Τα αρχηγικά και βασικά μέλη της εγκληματικής οργάνωσης έκαναν πλούσια ζωή. Διέμεναν σε πολυτελείς κατοικίες και οδηγούσαν ακριβά αυτοκίνητα. Τα τεράστια οικονομικά οφέλη που αποκόμιζαν τα νομιμοποιούσαν με παντός τύπου αγορές, όπως πολυτελών οχημάτων και κατοικιών, με εικονικές αγορές μεγάλου ύψους σε επιχειρήσεις, καθώς και με την ίδρυση και τη χρηματοδότηση υπαρκτών ή εικονικών εταιρειών και επιχειρήσεων.
Στην κατοχή τους, καθώς και από τις έρευνες που πραγματοποιήθηκαν σε 29 οικίες συνολικά, βρέθηκαν και κατασχέθηκαν, μεταξύ άλλων: Το χρηματικό ποσό των 15.757 ευρώ, 6 κυνηγητικά όπλα, ένα πιστόλι και ένα περίστροφο αερίου κρότου, 18 οχήματα, εκ των οποίων δυο Δ.Χ.Φ. και μια μοτοσικλέτα, πλήθος τραπεζικών βιβλιαρίων και τραπεζικών καρτών, μεγάλος αριθμός εγγράφων, υπεύθυνων δηλώσεων και παραστατικών μεταβιβάσεων, καθώς και κοσμήματα και λοιπά τιμαλφή.
Οι δράστες, με τη δικογραφία που σχηματίστηκε σε βάρος τους, οδηγούνται στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών.