Η δύσκολη «εξίσωση» της οικογένειας: Τέσσερις νέες γυναίκες μιλούν στο CNN Greece
«Εδώ δεν μπορώ να μείνω μόνη μου, θα κάνω και παιδί;», «με το επίδομα παιδιού δεν καλύπτονται ούτε οι πάνες του μήνα», «με την κρίση και τα μνημόνια, η οικογένεια πήγε περίπατο», «δεν νιώθω το ψυχικό απόθεμα να φροντίσω ένα παιδί»: με τα λόγια αυτά τέσσερις γυναίκες, μητέρες και μη, μιλούν στο CNN Greece για τη δυσκολία απόκτησης παιδιών και τους λόγους που αποφάσισαν να μην δημιουργήσουν μεγαλύτερες οικογένειες.
Ανανεώθηκε:
Η Ελπίδα, η Ντίνα, η Ελίζα και η Χριστίνα, κάποιες μητέρες, κάποιες όχι, μιλούν για τους οικονομικούς, εργασιακούς και κοινωνικούς παράγοντες που λειτουργούν αποτρεπτικά στην απόκτηση ενός ή και περισσότερων παιδιών, αλλά και στην απόφασή τους να μη δημιουργήσουν οικογένειες.
Οι ιστορίες τους ρίχνουν φως στους λόγους που η χώρα μας αντιμετωπίζει τόσο έντονο δημογραφικό πρόβλημα και απειλείται με σοβαρή συρρίκνωση πληθυσμού τα επόμενα χρόνια -εάν, φυσικά, δεν ληφθούν μέτρα.
«Κατά τη διάρκεια της άδειας μητρότητας δεν αμείβεσαι με το μισθό σου αλλά με τον κατώτατο»
Η Ελπίδα έγινε μαμά ενός -πλέον δίχρονου- αγοριού στα 28 της. Μέχρι τότε δεν ήθελε να αποκτήσει παιδιά.
«Πώς θα μεγαλώναμε με τον σύντροφό μου ένα παιδί και δη στην Αθήνα, όταν ο μισθός μας έφτανε ίσα - ίσα για να ζήσουμε εμείς;» διερωτάται.
Όταν έμεινε έγκυος αποφάσισε να επιστρέψει στον τόπο καταγωγής της, την Πρέβεζα.
«Στην Αθήνα τόσο εγώ, όσο και ο σύντροφός μου δουλεύαμε μέχρι αργά το απόγευμα και εναλλάξ σε βάρδιες. Δεν θα είχαμε πού να αφήσουμε το παιδί. Θα χρειαζόταν να πληρώσουμε κάποιον άνθρωπο να το κρατάει, καθώς δεν υπήρχε το υποστηρικτικό πλαίσιο οικογενειακό ή κρατικό να βοηθήσει» λέει η ίδια στο CNN Greece.
Και συνεχίζει:
«Αργότερα θα έπρεπε να πληρώνουμε σχολείο, καθώς μόνο σε ιδιωτικούς σταθμούς μπορείς να βρεις πλέον θέση, εν συγκρίσει με την Πρέβεζα που ευτυχώς ακόμα υπάρχουν δημόσιοι βρεφονηπιακοί σταθμοί».
Μετά τη γέννηση του παιδιού ακολούθησε μία νέα δοκιμασία.
Όπως εξηγεί η ίδια, κατά τη διάρκεια της άδειας μητρότητας:
«Δεν αμείβεσαι με τον μισθό που έπαιρνες, αλλά με τον κατώτατο. Η διαφορά δεν καλύπτεται από το κράτος. Για τους ελεύθερους επαγγελματίες η κατάσταση είναι ακόμη πιο δύσκολη» εξηγεί, και συνεχίζει:
«Το επίδομα παιδιού, από την άλλη, που φτάνει μέχρι τα 70 ευρώ -και μόνο για όσους και όσες ήδη έχουν εξαιρετικά χαμηλό εισόδημα- δεν καλύπτονται ούτε οι πάνες του μήνα».
Οι παράγοντες, λοιπόν, αυτοί λειτουργούν αποτρεπτικά στο να σκεφτεί κάποια να κάνει δεύτερο ή τρίτο παιδί, τη στιγμή που το κόστος ζωής έχει αυξηθεί ραγδαία, όπως λέει η Ελπίδα.
Και αυτά αφορούν μόλις τον πρώτο καιρό αφού έρθει στον κόσμο ένα παιδί.
Όταν κάποιος ή κάποια γίνεται γονέας, καλείται να σκεφτεί πιο μακροπρόθεσμα, υπογραμμίζει η Ελπίδα.
«Κάποια στιγμή τα παιδιά ξεκινούν να πηγαίνουν σε εξωσχολικές δραστηριότητες, μαθήματα, φροντιστήρια, επομένως το κόστος ανεβαίνει πολύ. Γι’ αυτό θα ήταν σημαντικό για εμάς και ως προς το κόστος, αλλά και ως προς την παροχή όσων χρειάζεται ένα παιδί για την ανατροφή του, όλα τα παραπάνω να περιλαμβάνονται στο πλαίσιο του σχολείου, ενός σχολείου δημόσιου και δωρεάν» εξηγεί.
«Δεν αρκεί η αγάπη, ένα παιδί χρειάζεται πολλά πράγματα»
Η Ελίζα από την άλλη στα 29 της δεν σκέφτεται «για κανένα λόγο», όπως δηλώνει, να γίνει μητέρα αυτή την περίοδο. «Εδώ δεν μπορώ να μείνω μόνη μου, θα κάνω και παιδί; Είναι αδύνατον» εξηγεί και συμπληρώνει:
«Δεν πιστεύω πως αρκεί, αυτό που λένε, η αγάπη για να μεγαλώσει ένα παιδί. Δεν αρκεί μόνο η αγάπη. Ένα παιδί για να μεγαλώσει χρειάζεται πάρα πολλά πράγματα».
Επομένως, επισημαίνει πως «δεν κάνεις ένα παιδί και βρίσκεις μετά τον τρόπο. Πρέπει πρώτα να έχεις βρει τον τρόπο και μετά να το κάνεις».
Ταυτόχρονα, τονίζει ότι δεν νιώθει έτοιμη να θυσιάσει όσα κάνει τώρα, ενώ την ίδια στιγμή, όπως σημειώνει, έχει την ανάγκη να διερευνήσει εάν όντως θέλει να φέρει στον κόσμο ένα παιδί ή απλά αποτελεί κάτι το οποίο πρέπει να κάνει «επειδή η κοινωνία το περιμένει από εκείνη».
Μεταξύ άλλων, όμως, σημαντικό παράγοντα για την Ελίζα διαδραματίζει και η καριέρα της, καθώς σύμφωνα με την ίδια «οι γυναίκες στον εργασιακό χώρο αφού κάνουν παιδιά θεωρούνται ακόμη και σήμερα λιγότερο ικανές επειδή έχουν την προσοχή τους στραμμένη αλλού.
«Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι, οι “decision makers” είναι πάντα άντρες» αναφέρει χαρακτηριστικά, συμπληρώνοντας ότι η κατάσταση αυτή, δημιουργεί ένα πλαίσιο αποτρεπτικό για μία γυναίκα στην απόκτηση ενός παιδιού όταν ταυτόχρονα έχει φιλοδοξίες για την επαγγελματική της πορεία.
«Οι θέσεις σε δημόσιους βρεφονηπιακούς σταθμούς στην Αθήνα είναι ελάχιστες»
Η Ντίνα είναι ελεύθερη επαγγελματίας και μητέρα ενός μικρού κοριτσιού, 2,5 ετών.
Έγινε μαμά στα 33 και, όπως αναφέρει, δεν ήταν κάτι που την ενδιέφερε πάντα «ήταν κάτι που ήρθε σαν επιθυμία αργότερα».
«Με την οικονομική κρίση και τα μνημόνια, για πολλούς ανθρώπους της γενιάς μου το να αποκτήσουν οικογένεια για πολλά χρόνια πήγε περίπατο».
Όπως εξηγεί «όταν η ανεργία μέχρι το 2014 είναι στα ύψη και προτεραιότητά σου είναι να βρεις μια δουλειά να ζήσεις, προφανώς για κάποιους ανθρώπους της γενιάς μας δεν υπήρχε η σκέψη να αποκτήσουμε ένα παιδί, γιατί δεν ήξερες καν εσύ πώς θα ζήσεις και πού θα ζήσεις».
«Πώς θα πάρεις την ευθύνη να φέρεις και ένα παιδί στον κόσμο όταν εσύ δεν ξέρεις αν στο τέλος του μήνα θα τα βγάλεις πέρα» συμπληρώνει.
Όταν τελικά επέλεξε να αποκτήσει παιδί, ως ελεύθερη επαγγελματίας, έλαβε το επίδομα μητρότητας για τέσσερις μήνες -200 ευρώ το μήνα.
«Το ποσό αυτό δεν κάλυπτε ούτε το ελάχιστο των αναγκών που προκύπτουν μετά τη γέννα».
«Μετά τους τέσσερις αυτούς μήνες, θεωρείται πως αυτή η γυναίκα θα γυρίσει στη δουλειά και θα μπορεί να τρέχει σαν ελεύθερη επαγγελματίας και να βγάζει τα λεφτά που έβγαζε; Μπορεί να εργάζεται με τους ίδιους ρυθμούς; Τα 200 ευρώ που δίνουν σαν επίδομα μητρότητας είναι κάτω και από το επίδομα ανεργίας».
Μετά το 2020 θεσπίστηκε επίδομα γέννησης ύψους 2.000 ευρώ. Το ποσό αυτό που δίνεται εφάπαξ, όπως τονίζει η Ντίνα «δεν έχει τη λογική μιας προνοιακής πολιτικής που θα υποστηρίζει μια οικογένεια μέχρι το παιδί να μεγαλώσει. Είναι μια πολιτική επιδοματικού χαρακτήρα και στη συνέχεια “Άγιος ο Θεός”».
Μετά τους τέσσερις αυτούς μήνες, ζώντας στην Αθήνα, τίθεται το ερώτημα που θα μείνει το παιδί μέχρι τα τέσσερά του χρόνια που ξεκινά η υποχρεωτική εκπαίδευση.
«Είναι πολύ δύσκολο να φέρεις εις πέρας ένα πρόγραμμα που θα συμπεριλαμβάνει δύο εργαζόμενους γονείς και ένα, πόσο μάλλον δύο παιδιά, εάν δεν υπάρχουν γιαγιάδες και παππούδες να βοηθήσουν» αναφέρει η ίδια.
Οι θέσεις που δίνονται σε δημόσιους βρεφονηπιακούς σταθμούς στην Αθήνα είναι ελάχιστες, με αποτέλεσμα η πλειοψηφία των ελευθέρων επαγγελματιών «να κυνηγάνε να πάρουν ένα ΕΣΠΑ, που θα καλύπτει μόλις ένα μέρος του κόστους, για να στείλουν το παιδί σε έναν ιδιωτικό σταθμό».
«Δεν θεωρώ πως είναι απαραίτητα αυτοσκοπός μιας γυναίκας»
Η Χριστίνα από την άλλη, η οποία εργάζεται ως δικηγόρος, δηλώνει πως δεν είναι «ούτε στα πλάνα, ούτε στις επιθυμίες, ούτε στον τρόπο με τον οποίο φαντάζομαι μέλλον μου, ούτε θεωρώ πως είναι απαραίτητα αυτοσκοπός μιας γυναίκας».
«Πρέπει να πάψει να υπάρχει ένα κοινωνικό ταμπού σε όσες γυναίκες δεν επιθυμούν να κάνουν παιδιά. Να μην θεωρείται πως εάν οι άνθρωποι γενικά και οι γυναίκες ειδικά, δεν επιτελέσουν αυτό το ρόλο είναι αποτυχημένοι».
Η απόφαση αυτή, μεταξύ άλλων, αναφέρει «δεν πηγάζει μόνο από το πώς νιώθω καλύτερα με τον εαυτό μου, πατάει σε μια πραγματικότητα που έχει διαμορφωθεί και με βάση αυτή και την καθημερινότητα πατάνε και τα σχέδια και οι επιθυμίες και για την προσωπική μου ζωή».
Τα ωράρια και ο φόρτος εργασίας, όπως εξηγεί, σε ένα επάγγελμα όπως αυτό της δικηγόρου «συμβαίνουν έκτακτα πράγματα, δεν μπορείς να προγραμματίσεις πάντα να έχεις ένα Σαββατοκύριακο ελεύθερο, δεν ξέρεις εάν μια υπόθεση είναι τόσο απαιτητική που θα χρειαστεί να δουλέψεις μέχρι αργά το βράδυ, εάν θα χτυπήσει το τηλέφωνό σου τα ξημερώματα» σημειώνει.
«Όταν, λοιπόν, το ωράριο, το άγχος και οι συνθήκες που επικρατούν στα πλαίσια της εργασίας είναι τόσο εξαντλητικές, δεν νιώθω ότι έχω το ψυχικό απόθεμα για να φροντίσω ένα παιδί».
Και καταλήγει λέγοντας:
«Προσωπικά έχω την ανάγκη να δώσω χρόνο στη δική μου αυτοφροντίδα και δεν υπάρχει περιθώριο, λόγω της καθημερινότητας να παράσχω φροντίδα και μάλιστα με την αφοσίωση που απαιτείται για να είσαι σωστός γονέας σε ένα παιδί».