ΕΛΛΑΔΑ

Η Ελληνική Επανάσταση και οι πρώτες καθοριστικές μάχες

Η Ελληνική Επανάσταση και οι πρώτες καθοριστικές μάχες
Ευγένιος Ντελακρουά, Η μάχη του Γκιαούρη και του Χασάν, Ινστιτούτο Τέχνης Σικάγο

Το ξέσπασμα της Ελληνικής επανάστασης του 1821, βάσει ιστορικών πηγών, δεν ταυτίζεται απολύτως με την 25η Μαρτίου και το ύψωμα του λαβάρου στην Αγία Λαύρα, όπως θέλει ο εθνικός μας μύθος. Υπήρξε μια μακρά διαδικασία μικρών και μεγαλύτερων συγκρούσεων μεταξύ Ελλήνων και Οθωμανών, όπως και μεταξύ Ελλήνων ή, για να το πούμε καλύτερα, μεταξύ υπηκόων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που κλιμακώθηκαν, μέχρι να πάρουν τα χαρακτηριστικά κηρυγμένου πολέμου.

Στην ουσία, η περίοδος για την οποία μιλάμε συνιστά τις απαρχές της πτώσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μέχρι την τελική διάλυσή της μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Για την ελληνική επανάσταση όμως, η πρώτη περίοδος είναι καθοριστική για την εξέλιξή της, μέχρι ο διεθνής παράγοντας να αποφασίσει ότι θα πρέπει να παρέμβει για τη δημιουργία ελληνικού κράτους. Η ελληνική επανάσταση ανέβηκε «στο τρένο» των επαναστάσεων της εποχής εκείνης στα οθωμανικά Βαλκάνια και κατάφερε πολύ γρήγορα να στρέψει πάνω της τα μάτια του διεθνούς παράγοντα. Μια σειρά από μάχες στην πρώτη περίοδο βοήθησαν να γίνει συνείδηση τους Έλληνες όλων των τάξεων της εποχής ότι η ελληνική επανάσταση είναι πλέον μια διαδικασία μη αναστρέψιμη. Ποιες ήταν λοιπόν οι πρώτες καθοριστικές μάχες;

Η μάχη της Αλαμάνας

Βρισκόμαστε στις πρώτες μέρες τις επανάστασης και οι Οθωμανοί αποφασίζουν να εκστρατεύσουν στην Πελοπόννησο για να την καταπνίξουν. Ο Ομέρ Βρυώνης και ο Κιοσέ Μεχμέτ πασάς, διοικητές του τουρκικού στρατού, ξεκίνησαν από τα Ιωάννινα με κατεύθυνση προς τον Κορινθιακό κόλπο, με σκοπό να περάσουν στην Πελοπόννησο. Ο Αθανάσιος Διάκος, ο Πανουργιάς και ο Δυοβουνιώτης με 1500 άντρες αποφάσισαν να κλείσουν τους δρόμους προς τη Λοκρίδα και τη Φωκίδα. Ο Διάκος με 500 άντρες έκλεισε της γέφυρα της Αλαμάνας, ο Πανουργιάς την Ηράκλεια και ο Δυοβουνιώτης τη γέφυρα του Γοργοπόταμου. Η επίθεση των Οθωμανών υποχρέωσε τους Δυοβουνιώτη και Πανουργιά να υποχωρήσουν και μόνο οι άντρες του Διάκου συνέχισαν να μάχονται στην Αλαμάνα, μέχρι που τελικά υποχώρησαν ενώ ο Διάκος πιάστηκε αιχμάλωτος. Ο Ομέρ Βρυώνης λέγεται ότι θέλησε να του χαρίσει τη ζωή και να τον πάρει στο στρατό του, αν υποσχόταν να αλλαξοπιστήσει. Ο Διάκος αρνήθηκε και τότε διατάχθηκε η θανάτωση του με ανασκολοπισμό, πρακτική που ακολουθούσαν συχνά οι Οθωμανοί. Ο Διάκος, έγινε ο πρώτος μάρτυρας του απελευθερωτικού αγώνα και ο θάνατός του έδωσε δύναμη στους Έλληνες να συνεχίσουν.

Αλέξανδρος Ησαΐας, Η μάχη της Αλαμάνας. Αργολική Βιβλιοθήκη

Το Χάνι της Γραβιάς

Μετά τη μάχη της Αλαμάνας, ο οθωμανικός στρατός συνέχισε την πορεία του νότια. Ο Ομέρ Βρυώνης επρόκειτο να περάσει από τη Γραβιά, όπου θα συναντιόταν με οπλαρχηγούς που παρέμεναν πιστοί σε αυτόν και θα κατέβαιναν όλοι μαζί στην Πελοπόννησο. Έστειλε μήνυμα και στον Οδυσσέα Ανδρούτσο να τον ακολουθήσει και του υποσχέθηκε να του δώσει το αρματολίκι της Λιάκουρας. Ο Ανδρούτσος μαζί με τους οπλαρχηγούς Δυοβουνιώτη και Πανουργιά, με τον στρατό που γλύτωσε από την προηγούμενη μάχη, συγκεντρώθηκαν στη Γραβιά. Ο Ανδρούτσος πρότεινε να οχυρωθούν στο Χάνι που βρισκόταν στο δρόμο για την Άμφισσα ενώ οι άλλοι δύο το θεώρησαν παρακινδυνευμένο και οχυρώθηκαν στις γύρω πλαγιές. Στις 8 Μαΐου του 1821 ξεκίνησε η μάχη. Η επίθεση των τουρκαλβανών διέλυσε τους Έλληνες που είχαν οχυρωθεί στα βουνά και στη συνέχεια ο Ομέρ Βρυώνης έστρεψε τα πυρά του προς το Χάνι. Ο Ανδρούτσος με περίπου 100 πολεμιστές απέκρουσε όλες τις επιθέσεις με αποτέλεσμα οι αντίπαλοι να υποχωρήσουν για να περιμένουν να έρθουν κανόνια από τη Λαμία. Όταν το κατάλαβε ο Ανδρούτσος αποφάσισε με τους άντρες του να κάνουν έξοδο και να ξεφύγουν, διασπώντας τις γραμμές των Τουρκαλβανών. Η επιτυχία στο Χάνι της Γραβιάς αναπτέρωσε το φρόνημα των επαναστατημένων Ρουμελιωτών, κατέστησε τον Ανδρούτσο πρωταγωνιστή του επαναστατικού αγώνα στην Ανατολική Στερεά και υποχρέωσε τον Ομέρ Βρυώνη να υποχωρήσει προς την Εύβοια.

Οδυσσέας Ανδρούτσος

Η μάχη του Βαλτετσίου

Η μάχη του Βαλτετσίου ήταν η πρώτη μεγάλη νίκη των Ελλήνων από την έναρξη τυπικά της επανάστασης και η πρώτη νίκη που οδήγησε στην άλωση της Τριπολιτσάς. Ο Κολοκοτρώνης είχε ήδη ξεκινήσει την πολιορκία της Τριπολιτσάς, αλλά οι Οθωμανοί είχαν δεχθεί ενισχύσεις από τον Κεχαγιάμπεη, ο οποίος στην κάθοδο του από την Δυτική Ελλάδα πέρασε στην Πελοπόννησο νικώντας τους Έλληνες σε Αίγιο, Ακροκόρινθο, Ναύπλιο και Άργος. Στις 10 Μάιου του 1821, οι Έλληνες κατέλαβαν το Βαλτέτσι και φτιάχτηκαν οχυρώσεις. Την επόμενη ο Κεχαγιάμπεης, θέλοντας να σπάσει την πολιορκία, κατευθύνθηκε προς το Βαλτέτσι και επιτέθηκε στις οχυρώσεις, χωρίς όμως επιτυχία με τη μάχη να συνεχίζεται μέχρι αργά την νύχτα. Το επόμενο πρωί, οι Οθωμανοί έκαναν νέα επίθεση, χωρίς αποτέλεσμα και υποχώρησαν όταν άρχισαν να έρχονται ενισχύσεις από τον Νικηταρά και τον Ιωάννη Κολοκοτρώνη. Η νίκη αναπτέρωσε το ηθικό των Ελλήνων που το προηγούμενο διάστημα είχαν απανωτές ήττες και ήταν στην ουσία η πρώτη μάχη που έδωσαν με χαρακτηριστικά τακτικού στρατού. Ο Κανέλλος Δεληγιάννης στα απομνημονεύματά του γράφει γι αυτή τη μάχη: «Αυτή η ένδοξος νίκη ήταν η κρίσις της Ελληνικής Επαναστάσεως και εις αυτήν χρεωστείται η ανεξαρτησία της πατρίδος καθ' ότι ενεθάρρυνε και εμψύχωσε τους Έλληνας».

Μάχη στο Βαλτέτσι, Αναγνωσταράς, έργο του Peter von Hess, Αργολική Βιβλιοθήκη

Η άλωση της Τριπολιτσάς

Η κατάληψη της Τρίπολης το Σεπτέμβριο του 1821 μετά από πολιορκία σχεδόν τεσσάρων μηνών ήταν το μεγαλύτερο επίτευγμα τον πρώτο χρόνο του πολέμου καθώς σταθεροποίησε την επανάσταση και σήμανε την επικράτηση των Ελλήνων σε όλη την Πελοπόννησο πλην μερικών φρουρίων. Ο Κολοκοτρώνης επέμενε ότι πρέπει να καταληφθεί η Τρίπολη γιατί έτσι θα ελεγχόταν όλη η Πελοπόννησος. Όταν άρχισαν οι αψιμαχίες περιμετρικά της πόλης οι Έλληνες έφυγαν και οχυρώθηκαν στην πόλη περίπου 30.000 άμαχοι μουσουλμάνοι από τις γύρω περιοχές, Εβραίοι και αρκετές χιλιάδες ένοπλοι. Δεδομένου ότι η Τρίπολη ήταν στο κέντρο της Πελοποννήσου δεν μπορούσε να δεχθεί βοήθεια από τη θάλασσα. Την περίοδο της πολιορκίας περιμετρικά γίνονταν πολλές μάχες και υπήρξαν πολλές απόπειρες των πολιορκημένων να κάνουν έξοδο. Τα τρόφιμα τελείωναν, οι Έλληνες είχαν κόψει την υδροδότηση και η κατάσταση γινόταν ασφυκτική. Για τους Έλληνες η Τριπολιτσά και η κατάληψή της πέρα από τη σημασία της για τον απελευθερωτικό αγώνα, ήταν η ευκαιρία για λάφυρα. Ακολούθησαν πολυήμερες διαπραγματεύσεις με τους Τούρκους και τους Αλβανούς που υπερασπίζονταν την πόλη και ο Κολοκοτρώνης συμφώνησε να αφήσει τους Αλβανούς να φύγουν με τον οπλισμό τους προς την Ήπειρο. Ωστόσο, παρά τις διαπραγματεύσεις, ομάδες Ελλήνων μπήκαν στην πόλη και άρχισαν τις εχθροπραξίες. Το σύνθημα για την επίθεση είχε δοθεί. Επί τρεις μέρες οι Έλληνες σφαγίαζαν αδιακρίτως ενόπλους, άμαχους, γυναίκες, παιδιά. Ξένοι παρατηρητές που έζησαν τα γεγονότα, κάνουν λόγο για 10.000 έως 15.000 νεκρούς. Ο Κολοκοτρώνης προσπάθησε σύμφωνα με τον Μαξίμ Ρεϊμπώ, τον μόνο ξένο που ήταν αυτόπτης μάρτυρας, να σταματήσει τις σφαγές, αλλά μάταια.

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Λιθογραφία του Karl Krazeisen, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο

Η μάχη του Δραγατσανίου

Στις 22 Φεβρουαρίου του 1821, ο Δημήτριος Υψηλάντης περνά τον ποταμό Προύθο, το φυσικό όριο της ρωσικής αυτοκρατορίας με τις οθωμανικές ηγεμονίες και δυο μέρες αργότερα δημοσιεύει την προκήρυξη με τίτλο «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος», που ήταν το ιδεολογικό μανιφέστο της επανάστασης. Η κήρυξη της επανάστασης στις παραδουνάβιες ηγεμονίες δεν είχε καλό τέλος, ήταν όμως το έναυσμα για να ξεκινήσει η επανάσταση στην Πελοπόννησο και επιτέλους να αρχίσουν να ασχολούνται σοβαρά, οι μεγάλες δυνάμεις με το ελληνικό ζήτημα.

Ο Υψηλάντης μπήκε στο Βουκουρέστι στις 27 Μαρτίου σχεδόν μια εβδομάδα μετά την κατάληψη της πόλης από τον αρχηγό των Ρουμάνων εξεγερμένων, Θεόδωρο Βλαντιμιρέσκου. Ο Υψηλάντης είχε στρατό 7000 ανδρών από διάφορες χώρες των Βαλκανίων, στον οποίο περιλαμβανόταν και ο Ιερός Λόγος που είχε συγκροτηθεί από περίπου 500 σπουδαστές. Η κίνηση δεν άρεσε στις μεγάλες δυνάμεις που τάχθηκαν κατά της εξέγερσης συμπεριλαμβανομένου και του Τσάρου Αλέξανδρου ενώ ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’ την καταδίκασε και αφόρισε τον Υψηλάντη. Οι εξεγερμένοι δεν μπόρεσαν να συνεργαστούν, έτσι δόθηκε χρόνος στους Οθωμανούς να ανασυνταχθούν και να ανακαταλάβουν το Βουκουρέστι. Ο Υψηλάντης με τους ιερολοχίτες, κυνηγημένος και χωρίς να έχει σημειώσει στρατιωτικές νίκες κατευθύνθηκε προς το Δραγατσάνι όπου ο Ιερός Λόχος δέχθηκε επίθεση από τους Οθωμανούς με πολύ βαριές απώλειες. Η ήττα οδήγησε στη διάλυση του ελληνικού στρατού και σήμανε το τέλος της επανάστασης στις παραδουνάβιες ηγεμονίες καθώς και το τέλος της Φιλικής Εταιρίας. Η επανάσταση όμως είχε ήδη προχωρήσει στην Πελοπόννησο.