Του Κώστα Πλιάκου
Φωτογραφίες: Λευτέρης Παρτσάλης
Έχουν περάσει 50 χρόνια από την τουρκική εισβολή που διχοτόμησε την Κύπρο και που αποτέλεσε το κομβικό σημείο για το Κυπριακό ζήτημα.
Το CNN Greece βρέθηκε στην Κύπρο, συνομίλησε με τους πρωταγωνιστές των διαπραγματεύσεων για τη λύση του Κυπριακού, ταξίδεψε στα Κατεχόμενα, κατέγραψε τις αφηγήσεις ανθρώπων που εκτοπίστηκαν και άκουσε τη νέα γενιά που μεγάλωσε με τις μνήμες και το τραύμα της εισβολής, αλλά και που επιθυμεί να ξαναδεί το νησί ενωμένο.
Η εισβολή του 1974, ήταν η κορύφωση μιας έντασης μεταξύ των δυο κοινοτήτων και το αποτέλεσμα μιας σειράς πολιτικών χειρισμών δεκαετιών. Η Κύπρος σήμερα είναι μια διχασμένη χώρα όπου αντίρροπες δυνάμεις συγκρούονται καθημερινά με κάθε μια από αυτές να οραματίζεται τη λύση που τη συμφέρει περισσότερο. Από τη μια υπάρχει το ζήτημα της νομής της εξουσίας, όπου η κάθε πλευρά θα πρέπει να κάνει οδυνηρούς συμβιβασμούς, υπάρχει το ζήτημα των οικονομικών συμφερόντων από την άποψη ότι κάποιοι θα επωφελούνταν από την δημιουργία ενός ενιαίου κράτους και κάποιοι άλλοι όχι, υπάρχει η καχυποψία και το συλλογικό τραύμα των παλαιότερων γενεών, υπάρχει η παρέμβαση των ξένων δυνάμεων που θέλουν μια λύση στα μέτρα τους, αλλά υπάρχει από την άλλη και η νέα γενιά ανθρώπων που θεωρεί αυτή την κατάσταση από αναχρονιστική έως γελοία, πολιτικών που είναι έτοιμοι να κάνουν τον συμβιβασμό, οικονομικών παραγόντων που προσπαθούν να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις ώστε μια λύση να είναι οικονομικά επωφελής για όλους.
Το ιστορικό του Κυπριακού
Για να φτάσουμε στο 1974, προηγήθηκε ένας αιώνας με αποικιοκρατία, απελευθερωτικούς αγώνες, διακοινοτικές συγκρούσεις, σκληρή διπλωματία στην οποία ενεπλάκησαν όλες οι μεγάλες δυνάμεις, πραξικοπήματα, μερικές χιλιάδες νεκροί και ακόμη περισσότερες χιλιάδες εκτοπισμένοι.
Οι ρίζες του κυπριακού βρίσκονται στον προπερασμένο αιώνα και συγκεκριμένα στα 1878, όταν η Κύπρος περνά από τους Οθωμανούς υπό αγγλική διοίκηση. Πολύ σύντομα οι Κύπριοι, που αρχικά υποδέχθηκαν τους Άγγλους με ενθουσιασμό κατάλαβαν ότι αυτοί ήρθαν για να μείνουν.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο ειδικά και έχοντας προηγηθεί η ένωση της Κρήτης και των Δωδεκανήσων με τη μητέρα πατρίδα, η ελληνοκυπριακή κοινότητα που ήταν και η πλειονότητα, αξίωνε την ανεξαρτησία της Κύπρου και την ένωσή της με την Ελλάδα. Οι Άγγλοι ωστόσο είχαν άλλα σχέδια για το νησί, ενώ η μειοψηφική τουρκοκυπριακή κοινότητα άρχισε να αντιστέκεται σε αυτό το σχέδιο. Βλέποντας οι Άγγλοι ότι αυτή η μικρή πλειονότητα θα μπορούσε να αποτελέσει αποτελεσματικό εργαλείο στην πάγια πολιτική του «διαίρει και βασίλευε» την οποία πάντα εφάρμοζε η Βρετανική Αυτοκρατορία, έδωσαν σταδιακά και στην Τουρκία βασικό ρόλο διαπραγματευτή.
Το 1955 ξεκινά ο απελευθερωτικός αγώνας της ΕΟΚΑ ο οποίος θα έχει εκατοντάδες νεκρούς, μια βάρβαρη αντιμετώπιση από την αγγλική διοίκηση, αλλά και διακοινοτικές συγκρούσεις που θα κλιμακωθούν μετά το 1960 και την ανεξαρτησία της Κύπρου με τις συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου.
Πρώτος πρόεδρος της Κύπρου ήταν ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος και αντιπρόεδρος ο Τουρκοκύπριος Φαζίλ Κιουτσούκ σε ένα σχήμα εξουσίας που θα αποδεικνυόταν μη βιώσιμο.
Με τη χούντα των συνταγματαρχών οι σχέσεις Ελλάδας – Κύπρου θα επιδεινωθούν και ο δικτάτορας Ιωαννίδης τον Αύγουστο του 1974 θα υποκινήσει πραξικόπημα για την ανατροπή του Μακαρίου. Με την δικαιολογία της κατάλυσης του Συντάγματος, αλλά κατά παράβαση των αποφάσεων του ΟΗΕ ο τουρκικός στρατός θα εισβάλει στην Κύπρο. Το αποτέλεσμα ήταν χιλιάδες νεκροί, πάνω από 160.000 πρόσφυγες, και πάνω από 1.500 αγνοούμενοι μέχρι σήμερα.
Σχέδιο Ανάν
Στα χρόνια που ακολούθησαν έγιναν αρκετές προσπάθειες για την εξεύρεση μιας λύσης για την επανένωση του νησιού με κοινά αποδεκτό πλαίσιο συζητήσεων το σχήμα της διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας το οποίο προτάθηκε από τον ΟΗΕ και στο οποίο συμφώνησαν οι δυο κοινότητες.
Το 2004 έγινε η πρώτη σοβαρή προσπάθεια για επανένωση του νησιού με το σχέδιο του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ, Κόφι Ανάν. Το σχέδιο προέβλεπε το καθεστώς της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας, ωστόσο είχε αρκετά κενά στα θέματα τη νομής της εξουσίας, περιορισμούς στην εγκατάσταση και παραμονή των ξένων στρατευμάτων και των εγγυήσεων. Το σχέδιο τέθηκε σε δημοψήφισμα όπου υπερψηφίστηκε από τους Τουρκοκυπρίους και καταψηφίστηκε από τους Ελληνοκυπρίους.
Κραν Μοντανά
Το 2017 ήταν ένα κομβικό σημείο γιατί οι δύο πλευρές στον Κραν Μοντανά της Ελβετίας έφτασαν μια... ανάσα από τη συμφωνία. Η αποτυχία όμως των διαπραγματεύσεων έφερε, όχι μόνο απογοήτευση στις δύο πλευρές, αλλά προκάλεσε και μια μετακίνηση της τουρκοκυπριακής πλευράς που πλέον απορρίπτει όλο το προηγούμενο πλαίσιο διαπραγματεύσεων και ζητά διχοτόμηση και δύο κράτη.
Ο Τουρκοκύπριος ηγέτης Ερσίν Τατάρ, που κέρδισε τις εκλογές του 2020, ταυτίζεται απόλυτα με τις θέσεις του Τούρκου προέδρου Ερντογάν για δύο κράτη στην Κύπρο. Τους τελευταίους μήνες, γίνεται μια ακόμη προσπάθεια από τον ΟΗΕ με την κ. Μαρία Άνχελα Ολγκίν Κουέγιαρ, προσωπικής απεσταλμένης του γενικού γραμματέα Αντόνιο Γκουτέρες, για διερεύνηση κοινού εδάφους για επανέναρξη των διαπραγματεύσεων αλλά ουδείς γνωρίζει ακόμη υπό ποιας βάσης.
Το ερώτημα, 50 χρόνια μετά την εισβολή παραμένει και πλέον γίνεται πολύ πιο πιεστικό. Ποια θα είναι η επόμενη μέρα για την Κύπρο; Υπάρχει δυνατότητα λύσης με ενωμένο ξανά το νησί ή οδηγούμαστε σε διχοτόμηση. Πενήντα χρόνια από την εισβολή τι έχει αλλάξει στη ζωή των Κυπρίων και πως βλέπουν το μέλλον τους;
Διαπραγματεύσεις
Οι διαπραγματεύσεις του 2017 στο Κραν Μοντανά το 2017 ήταν ένα κομβικό σημείο για το Κυπριακό. Ο Ανδρέας Μαυρογιάννης ήταν ο βασικός διαπραγματευτής της ελληνοκυπριακής πλευράς στον Κραν Μοντανά όπου, σύμφωνα με τα λόγια του, οι δύο πλευρές έφτασαν σε ένα ιστορικό σημείο για μια συμφωνία.
Σήμερα, διατηρεί την αισιοδοξία του αλλά αναγνωρίζει ότι τα περιθώρια για μια λύση στην βάση των ψηφισμάτων του ΟΗΕ είναι πλέον στενά. Επιπλέον τονίζει ότι ούτε το πλέγμα ασφαλείας της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορεί από μόνο του να λειτουργήσει υπέρ της ελληνοκυπριακής πλευράς, αλλά και ότι ο ελληνοκυπριακός λαός θα πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι το status quo δεν είναι σταθερό. Αλλάζει με τα χρόνια και η τουρκοκυπριακή πλευρά προχωρά σε κινήσεις που σταδιακά μπορούν να καταστήσουν τη λύση ενός ενιαίου κράτους αδύνατη. Στον Κραν Μοντανά, απέναντι από τον Ανδρέα Μαυρογιάννη στο ίδιο τραπέζι, καθόταν ο Οζντίλ Ναμί, εκ των βασικών Τουρκοκύπριων διαπραγματευτών.
Η σημερινή θέση της Τουρκίας είναι αυτή των δυο κρατών και ο κ. Ναμί επιρρίπτει τις ευθύνες της αποτυχίας του Κραν Μοντανά στην ελληνοκυπριακή πλευρά η οποία όπως λέει «έφυγε από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων». Πιστεύει, ωστόσο, ότι αν η ελληνοκυπριακή πλευρά επιστρέψει με μια πρόταση στο πλαίσιο των αποφάσεων του ΟΗΕ για διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία, θα μπορούσε ίσως να δοθεί και από την τουρκοκυπριακή πλευρά μια τελευταία ευκαιρία. Διαφορετικά θα πρέπει να προχωρήσει η λύση του «βελούδινου διαζυγίου».
Στην ελληνοκυπριακή πλευρά σήμερα βρίσκονται νέα πρόσωπα, στην διαπραγματευτική ομάδα. Ο κ. Μενέλαος Μενελάου που είναι ο σημερινός διαπραγματευτής, μιλώντας στο CNN Greece είπε ότι δεν συμμερίζεται τη λογική της μιας και τελευταίας προσπάθειας, με την προϋπόθεση αν δεν υπάρξει συμφωνία να προχωρήσει η λύση της διχοτόμησης. Μάλιστα θεωρεί επικίνδυνη μια τέτοια λογική που θα δώσει το πλεονέκτημα στους θιασώτες της διχοτόμησης, και από τις δυο πλευρές, να κάνουν ό,τι περνά από το χέρι τους ώστε να αποτύχει ένας νέος κύκλος διαπραγματεύσεων. Αναγνωρίζει ότι η κατάσταση είναι δύσκολη και θεωρεί ότι δεν υπάρχουν περιθώρια για υποχώρηση από την γραμμής της διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας.
Η κανονικότητα της διχασμένης Κύπρου
Σήμερα στην Κύπρο η καθημερινότητα δίνει την αίσθηση μιας κανονικότητας. Ακόμη και η πράσινη γραμμή που για να την περάσει κάποιος προς την μια ή την άλλη πλευρά πρέπει να δείξει την ταυτότητά ή το διαβατήριό του, έχει γίνει μια κανονικότητα. Ενοχλητική μεν, αναχρονιστική ή γελοία πρακτική για την Ευρώπη του 2024, αλλά κανονικότητα που την έχει αποδεχθεί ο κυπριακός λαός και έχει μάθει να λειτουργεί μέσα σ’ αυτή.
Μόνο αν επιχειρήσει κανείς να μπει στην πράσινη γραμμή που ελέγχεται από τις δυνάμεις του ΟΗΕ, θα καταλάβει ότι βρίσκεται μέσα σε μια παγωμένη σύρραξη. Στο χωρισμένο ιστορικό κέντρο της Λευκωσίας η εικόνα είναι απόκοσμη και θλιβερή. Για τη συντριπτική πλειοψηφία των Κυπρίων και των δυο κοινοτήτων η εικόνα αυτή είναι ντροπιαστική. Όπως και το γεγονός ότι συχνά δημιουργούνται επεισόδια μεταξύ των δυο πλευρών ακόμη και για ένα μέτρο γης ή για κάποιο ερειπωμένο κτίριο.
Πρόσφατα σχετικά, Τουρκοκύπριοι στρατιώτες κατέλαβαν ένα ερειπωμένο κτήριο στο όριο της πράσινης γραμμής για να το χρησιμοποιήσουν ως φυλάκιο και έφυγαν πάλι μετά από παρέμβαση των δυνάμεων του ΟΗΕ.
Ακόμη πιο απόκοσμη όμως είναι η εικόνα στο παλιό αεροδρόμιο της Λευκωσίας. Για τη μάχη του αεροδρομίου τον Ιούλιο του 1974 και τις προσπάθειες των Ελλήνων και ελληνοκυπρίων στρατιωτών να μην πέσει στα χέρια του τουρκικού στρατού, έχουν γραφτεί βιβλία και έχουν γυριστεί ντοκιμαντέρ.
Σήμερα στο παλιό αεροδρόμιο στρατοπεδεύουν οι δυνάμεις του ΟΗΕ για την περιοχή της Λευκωσίας. Οι δυνάμεις του ΟΗΕ αριθμούν περίπου 1.000 άτομα, στρατιώτες και υποστηρικτικό προσωπικό και επιτηρούν την πράσινη γραμμή που συνολικά αποτελεί το 3% της έκτασης της Κύπρου. Η πράσινη γραμμή χωρίζεται σε τρεις ζώνες.
Η μία είναι η ζώνη της Λευκωσίας, η δεύτερη η ζώνη από τη Λευκωσία μέχρι και την Αμμόχωστο όπου υπάρχουν και αρκετά επεισόδια μεταξύ αγροτών που επιχειρούν να καλλιεργήσουν σε διαφιλονικούμενη γη και η τρίτη ζώνη είναι από τη Λευκωσία μέχρι τα δυτικά παράλια της Κύπρου, περιοχή ορεινή που δύσκολα επιτηρείται. Η πλειοψηφία των στρατιωτών του ΟΗΕ στην Κύπρο είναι από τη Βρετανία και από την Αργεντινή.
Η πράσινη γραμμή κάθε άλλο παρά μια νεκρή ζώνη είναι. Μέσα της ζουν τουλάχιστον 10.000 άνθρωποι κάτω από ένα ιδιόμορφο πολιτικό καθεστώς, έχει οικονομική δραστηριότητα και πολύ δουλειά για τις δυνάμεις του ΟΗΕ, ενώ εντός της ζουν τουλάχιστον 10.000 άνθρωποι κάτω από ένα ιδιόμορφο πολιτικό καθεστώς.
Τετελεσμένα
Το 1983 έγινε η ανακήρυξη του ψευδοκράτους της Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου, το οποίο δεν αναγνωρίζεται παρά μόνο από την Τουρκία. Μπορεί οι αποφάσεις του ΟΗΕ και το διεθνές δίκαιο να δεσμεύουν τις δύο πλευρές σε πολλά, τα 50 χρόνια που έχουν περάσει όμως έχουν δημιουργήσει σχεδόν τετελεσμένα.
Όπως λέει στο CNN Greece o Αριστοτέλης Κωνσταντινίδης, καθηγητής διεθνούς Δικαίου στο πανεπιστήμιο της Κύπρου και επί 7 χρόνια μέλος της νομικής ομάδας συμβούλων της ελληνοκυπριακής διαπραγματευτικής ομάδας, όσο περνούν τα χρόνια, ο συναισθηματικός δεσμός, των εκτοπισμένων και των απογόνων τους σιγά σιγά εξασθενεί και δημιουργούνται τετελεσμένα στο έδαφος που είναι δύσκολο να ανατραπούν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Η Αμμόχωστος είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση κατεχόμενης γης που θα έπρεπε να είχε επιστραφεί στους ιδιοκτήτες της και να βρίσκεται υπό την προστασία του ΟΗΕ.
Το Βαρώσι ή Βαρώσια, η περίκλειστη περιοχή της Αμμοχώστου που άνοιξε το 2017 μόνο για επίσκεψη μετά την αποτυχία του Κραν Μοντανά, αποτελεί μια μεγάλη πληγή για τους ελληνοκύπριους και ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί για τους Τουρκοκύπριους και την Τουρκία. Οι Τουρκοκύπριοι, με την ανοχή του ΟΗΕ αλλά και με ευθύνες την ελληνοκυπριακής πλευράς, την έχουν μετατρέψει σε σκοτεινό τουριστικό προορισμό προετοιμάζοντας την ολοκληρωτική καταπάτησή της. Το Βαρώσι είναι η νότια πλευρά της Αμμοχώστου που δεν είχε καταληφθεί από τον τουρκικό στρατό το 1974. Οι κάτοικοί της είχαν φύγει από το φόβο των Τούρκων, οι οποίοι εκμεταλλευτήκαν την κατάσταση αυτή, την έκλεισαν και έδωσαν στον ΟΗΕ την ευθύνη της επιτήρησής της με το σκεπτικό ότι θα επιστραφεί στους κατοίκους της στο πλαίσιο μια συνολικής συμφωνίας.
Το 1974 είχε περίπου 40.000 κατοίκους και με σήμερα, με τους απογόνους τους, υπολογίζεται ότι θα μπορούσε να έχει 70.000. Τα χρόνια πέρασαν, η συμφωνία δεν ήρθε, τα κτίρια στην πορεία λεηλατήθηκαν και η τουρκοκυπριακή πλευρά ασκεί ουσιαστικά τον έλεγχο που θα έπρεπε να ασκεί ο ΟΗΕ. Οι ιδιοκτήτες της πόλης - στο 90% Ελληνοκύπριοι - σήμερα δεν μπορούν να μπουν στα σπίτια τους παρά μόνο να τα δουν απ’ έξω.
Συνεργασία με δειλά βήματα
Το άνοιγμα των οδοφραγμάτων το 2004 ήταν επίσης ένα κομβικό σημείο. Οι δύο κοινότητες μετά από πολλά χρόνια άρχισαν να έρχονται ξανά σε επαφή. Ελληνοκύπριοι ταξίδευαν στις περιοχές από τις οποίες αναγκάστηκαν να φύγουν, το ίδιο και οι Τουρκοκύπριοι. Ήδη είχε ενηλικιωθεί η πρώτη γενιά μετά την εισβολή που ναι μεν μεγάλωσε με τα βιώματα και το τραύμα της οικογένειά της αλλά άρχισε να βλέπει με άλλο μάτι μια πιθανή συμβίωση.
Το άνοιγμα των οδοφραγμάτων έφερε σταδιακά και την οικονομική συνεργασία. Θεσπίστηκαν οι ρυθμίσεις εμπορίου διαμέσου της πράσινης γραμμής και οι δύο πλευρές άρχισαν την οικονομική συνεργασία. Η ελληνοκυπριακή πλευρά βέβαια δεσμεύεται από τους κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης και για αυτό δεν μπορεί το εμπόριο να επεκταθεί σε όλα τα αγαθά. Τα μεγέθη είναι ακόμη μικρά, αλλά αυξάνουν σταθερά τα τελευταία χρόνια και αυτοί που επιδιώκουν περισσότερο τη συνεργασία είναι οι Τουρκοκύπριοι, που βλέπουν το εμπόριο με την ελεύθερη Κύπρο ως πύλη για τις αγορές της ΕΕ.
Ταυτόχρονα, αναπτύσσονται πολλές οργανώσεις από την κοινωνία των πολιτών που επιδιώκουν τη σύγκλιση των δύο κοινοτήτων και τρέχουν πολιτιστικά και εκπαιδευτικά προγράμματα. Ωστόσο, αν και οι κινήσεις αυτές έχουν μεγάλη απήχηση στον τουρκοκυπριακό πληθυσμό, που είναι ανοιχτός στη συνεργασία και είναι υπέρ ενός κοσμικού κράτους δεν συμβαίνει το ίδιο και με του Τούρκους εποίκους.
Ο εποικισμός της κατεχόμενης Κύπρου από το 1974 και μετά, με σκοπό να αλλάξει τον δημογραφικό χαρακτήρα του νησιού, αλλοίωσε τα χαρακτηριστικά των τουρκοκυπριακών περιοχών αλλά και την πολιτισμική του ταυτότητα. Σήμερα, στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου υπάρχουν περίπου 150.000 - 160.000 έποικοι. Υπάρχει, επίσης και η παρουσία των 35.000 τουρκικών στρατευμάτων. Περίπου 55.000 Τουρκοκύπριοι έχουν μεταναστεύσει εκτός Κύπρου και ο αριθμός των Τουρκοκυπρίων στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου έχει μειωθεί από 116.000 το 1974 σε 89.000 σήμερα.