ΣΤΑΘΕΡΟ ΝΟΜΙΣΜΑ, ΣΤΑΘΕΡΑ ΕΠΙΤΟΚΙΑ

Γιατί η Ευρωζώνη δίνει στην Ελλάδα και στις ελληνικές επιχειρήσεις την ηρεμία που χρειάζονται για να αναπτυχθούν

Πεφάνης Δημήτριος

Αν κάποιος έλεγε σε ένα επιχειρηματία σήμερα ότι για να πάρει δάνειο θα έπρεπε να πληρώσει επιτόκιο 29,41%, στην καλύτερη περίπτωση θα γελούσε και στην χειρότερη θα τον κατηγορούσε για τοκογλυφία. Και δικαιολογημένα, αν αναλογιστεί κανείς πού βρίσκεται το κόστος του χρήματος σήμερα.

Και όμως, το 29,41% δεν είναι τυχαίο νούμερο, ούτε βγήκε από κάποιο σενάριο φαντασίας. Είναι το επίσημο κόστος δανεισμού προς επιχειρήσεις που αναφέρουν τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος για τον -όχι και τόσο μακρινό- Ιούνιο του 1994!

Ναι, καλά διαβάσατε, στα μέσα της δεκαετίας του ’90 για να δανειστεί μια επιχείρηση έπρεπε να πληρώσει μόνο σε τόκους άλλη μια φορά το κεφάλαιο μέσα στα επόμενα τρία χρόνια! Με άλλα λόγια, η πρόσβαση στον τραπεζικό δανεισμό ήταν στην πράξη απαγορευτική. Και βέβαια, σε σχέση με το εξωτερικό, το κόστος χρήματος ήταν πολλαπλάσιο, σκοτώνοντας εν τη γενέσει τους τα όποια όνειρα ανταγωνισμού με εταιρείες της κεντρικής Ευρώπης όπου τα επιτόκια την ίδια περίοδο ήταν ακόμη και μονοψήφια…

Ο εφιάλτης των υποτιμήσεων

Και αυτή είναι μόνο η μία όψη του νομίσματος. Η δεύτερη ήταν οι συνεχείς υποτιμήσεις. Κυριολεκτικά το βράδυ ξυπνούσες με μια ισοτιμία έναντι του δολαρίου ή του μάρκου και το πρωί τα χρήματά σου είχαν χάσει το 15% ή και παραπάνω της αξίας τους.

Από το 1983 μέχρι και το 1998 πραγματοποιήθηκαν συνολικά τρεις υποτιμήσεις. Η πρώτη από αυτές τον Ιανουάριο του 1983 όταν και η δραχμή εν μία νυκτί υποτιμήθηκε κατά 15,5%. Μολονότι το τότε οικονομικό επιτελείο πίστευε ότι η νέα ισοτιμία θα μπορούσε να διατηρηθεί, η πραγματικότητα το διέψευσε, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να οδηγηθεί σε μια πολιτική ταχείας διολίσθισης.

Η δεύτερη υποτίμηση ήρθε το 1985 και ήταν της τάξης του 15%, ενώ μετά τα χρόνια της «σκληρής δραχμής» το 1998 είχαμε την τελευταία υποτίμηση, κατά 12,6% που ήταν και το τελευταίο βήμα για την ένταξη της χώρας στο ευρώ.

Για να αντιληφθούμε τις πραγματικές συνέπειες των υποτιμήσεων και διολισθήσεων, αρκεί να δούμε την ισοτιμία της δραχμής με το δολάριο. Από τις 30 δραχμές ανά δολάριο μέχρι το 1974, το 1985 η ισοτιμία είχε εκτιναχθεί στις 147,76 δραχμές.

Το 1995 ήταν 237 ενώ το 2000 -όταν και η χώρα μας υιοθέτησε το ευρώ- βρισκόταν στις 365,5 δραχμές ανά δολάριο, έχοντας στο παρελθόν σπάσει και το φράγμα των 400 δραχμών!

Αντίστοιχα, για το Γερμανικό Μάρκο, τον Οκτώβριο του 1974 η ισοτιμία διαμορφωνόταν στις 11,6 δραχμές για να εκτιναχθεί στις 24,6 δραχμές το 1981, στις 44 δραχμές το 1985 και να διπλασιαστεί σχεδόν στις 87,5 δραχμές το 1989. Η κούρσα του γερμανικού νομίσματος συνεχίστηκε, με την ισοτιμία να διαμορφώνεται στις 145,4 δραχμές το 1994 για να «κλειδώσει» στις 174,22 δραχμές με την είσοδο των δύο χωρών στο ευρώ!

Από τον εφιάλτη στην ηρεμία

Αυτή ήταν η πραγματικότητα μέχρι την πρώτη Ιανουαρίου του 1999 όταν 11 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης εκκίνησαν τις διαδικασίες του ενιαίου νομίσματος μαζί με την κοινή νομισματική πολιτική υπό την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

Σήμερα, 22 χρόνια αργότερα, το ευρώ είναι το κοινό νόμισμα 19 κρατών-μελών της Ευρωζώνης με πληθυσμό που ξεπερνά τα 340 εκατομμύρια ενώ περίπου 60 χώρες παγκοσμίως συνδέουν τα νομίσματά τους με το ευρώ.

Και ο αντίκτυπος στις επιχειρήσεις είναι άμεσος και ξεκάθαρος.

Για να μιλήσουμε με νούμερα, με βάση τα τελευταία στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, το μέσο επιτόκιο των επιχειρηματικών δανείων τον Ιανουάριο του 2021 διαμορφωνόταν στο 2,87% ενώ για μεγάλα δάνεια, άνω του 1 εκατομμυρίου ευρώ ήταν ακόμη χαμηλότερο, στα επίπεδα του 2,64%. Και αυτό εν μέσω πανδημίας και βέβαια χωρίς να συνυπολογίζονται τα επιπλέον ευεργετικά μέτρα όπως οι κρατικές εγγυήσεις και οι επιδοτήσεις των επιτοκίων στα πλαίσια της ευρύτερης πανευρωπαϊκής στήριξης.

Με άλλα λόγια, σε σχέση με τον Ιούνιο του 1994 το κόστος δανεισμού έχει πέσει κατά περισσότερο από 90% ενώ τα δάνεια δεν δίνονται σε δραχμές αλλά σε ευρώ, άρα χωρίς συναλλαγματικό κίνδυνο, τουλάχιστον σε σχέση με της υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης.

«Το να μπορείς να δανείζεσαι με χαμηλό επιτόκιο και κυρίως με σταθερή ισοτιμία είναι το ‘κλειδί’ για κάθε ελληνική επιχείρηση που θέλει να κάνει δουλειές με το εξωτερικό» εξηγεί ο κ. Γιώργος Παπανικολάου, Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρείας ΟΞΑΛ. Έχοντας τα ηνία μιας οικογενειακής επιχείρησης, γνωρίζει το τι σημαίνει να συναλλάσσεσαι με δραχμές και να πληρώνεις επιτόκια του 20%.

«Αυτές οι μέρες μπορεί να μοιάζουν μακρινές, αλλά στην πραγματικότητα έχουν περάσει πολύ λίγα χρόνια από τότε που δεν γνωρίζαμε τι μας ξημερώνει με την ισοτιμία και το κόστος δανεισμού ήταν απαγορευτικό». Και για εξωστρεφείς εταιρείες, όπως η ΟΞΑΛ που ασχολείται με την ανοδίωση αλουμινίου -μια προηγμένη μορφή επεξεργασίας του- και πραγματοποιεί ένα μεγάλο κομμάτι του τζίρου της μέσω διεθνών συνεργασιών, η σταθερή ισοτιμία και τα χαμηλά επιτόκια είναι πραγματικά η ηρεμία μετά τον εφιάλτη.