ΑΠΟ ΤΑ ΔΙΨΗΦΙΑ ΕΠΙΤΟΚΙΑ ΣΤΟ ΑΡΝΗΤΙΚΟ ΚΟΣΤΟΣ ΔΑΝΕΙΣΜΟΥ
Ευκαιρίες χρηματοδότησης για όλους
Πεφάνης Δημήτριος
Τον Ιανουάριο του 1980, ένα χρόνο πριν η χώρα μας μπει επίσημα στην ΕΟΚ, τα συνολικά δάνεια προς όλες τις ελληνικές επιχειρήσεις μετά βίας ξεπερνούσαν τα 2 δισ. ευρώ. Ουσιαστικά οι εγχώριες εταιρείες ήταν αποκλεισμένες από την τραπεζική ρευστότητα, χάνοντας το καύσιμο που θα τους επέτρεπε να είναι ανταγωνιστικές πέραν των στενών συνόρων της χώρας.
Και αυτό ήταν λογικό, καθώς το μέσο επιτόκιο των επιχειρηματικών δανείων ανερχόταν σε 21,11% ενώ ταυτόχρονα καραδοκούσε ο κίνδυνος της υποτίμησης ή της διολίσθισης της δραχμής. Άρα και η ιδέα του δανεισμού σε ξένο νόμισμα –δολάριο η μάρκο- ήταν απαγορευμένη καθώς δεν γνώριζες πόσα χρήματα θα χρωστούσες την επόμενη ημέρα…
Όσο για τα νοικοκυριά, εκεί τα δάνεια ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτα, μόλις 265,7 εκατομμύρια εκατ. ευρώ εκ των οποίων η συντριπτική πλειονότητα –τα 259,1 εκατ. ευρώ- αφορούσαν στεγαστικά δάνεια και δη επιδοτούμενα.
Με άλλα λόγια, η τραπεζική ρευστότητα στην πράξη δεν υπήρχε και οι εγχώριες επιχειρήσεις στερούνταν ένα κομβικό οικονομικό εργαλείο που θα τους επέτρεπε να μεγαλώσουν αλλά και να γίνουν ανταγωνιστικές σε διεθνές επίπεδο.
Χρειάστηκε η χώρα μας να μπει στην ΕΟΚ –με την Ελλάδα να συμπληρώνει φέτος 40 χρόνια εντός της Ένωσης - και εν συνεχεία στην Ευρωζώνη, ούτως ώστε να απελευθερωθεί ο τραπεζικός δανεισμός αλλά και να αποκλιμακωθούν τα επιτόκια.
Και να φτάσουμε σήμερα να δανειζόμαστε ως χώρα με αρνητικά επιτόκια ενώ οι επιχειρήσεις να αντλούν ρευστότητα με μέσο κόστος χρήματος λίγο πάνω από 3%!
Για του λόγου το αληθές, το 1990 τα συνολικά δάνεια προς τις ελληνικές επιχειρήσεις ανέρχονταν σε 10,145 δις. ευρώ έχοντας πενταπλασιαστεί σε μία δεκαετία. Όμως το επιτόκιο παρέμενε απαγορευτικό, φτάνοντας στο 25,4% για βραχυπρόθεσμο δανεισμό και στο 22,6% για μακροπρόθεσμο. Μάλιστα, το κόστος του χρήματος παρέμεινε σε ιστορικά υψηλά επίπεδα σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’90, σκαρφαλώνοντας μέχρι και το 29,5% στις αρχές του 1991 αλλά και στο 29,3% το καλοκαίρι του 1994.
Για να αποκλιμακωθεί από το 1997 και μετά υποβοηθούμενο από την πολιτική της σκληρής δραχμής αλλά και την προοπτική της εισόδου της χώρας μας στο ευρώ.
Έτσι, στην πράξη, για όλη σχεδόν τη δεκαετία του ’90 οι ελληνικές επιχειρήσεις ήταν αποκλεισμένες από τον βιώσιμο τραπεζικό δανεισμό, καθώς με επιτόκια στο 30% τα περιθώρια ήταν εξαιρετικά περιορισμένα και ελάχιστοι εχέφρονες επιχειρηματίες περνούσαν την πόρτα των τραπεζών.
Έτσι, σε απόλυτα νούμερα, από τα 10 περίπου δισ. επιχειρηματικών δανείων στις αρχές του 1990 χρειάστηκε να περάσουν επτά ολόκληρα χρόνια και να φτάσουμε στο 1997 μέχρι το ποσό αυτό να διπλασιαστεί.
Όσο για τη στεγαστική πίστη, από το 1,5 δισ. ευρώ στεγαστικών δανείων το 1990 φτάσαμε στα 3,5 δις. ευρώ το 1997, με τη συντριπτική πλειονότητα όμως να αφορά επιδοτούμενα από το κράτος στεγαστικά δάνεια.
Το ευρώ και η απελευθέρωση του δανεισμού
Τα δεδομένα άλλαξαν περί τα τέλη της δεκαετίας του 1990 με την προοπτική της εισόδου της χώρας μας στο ενιαίο νόμισμα και βέβαια μέσα στη δεκαετία του 2000. Τότε, η πτώση των επιτοκίων, η εξαιρετικά επιθετική πολιτική των τραπεζών αλλά και η ανάπτυξη της οικονομίας εκτίναξαν τις χορηγήσεις, τόσο των επιχειρήσεων όσο και των νοικοκυριών. Η πρόσβαση στο (φθηνό) χρήμα έγινε ευκολότερη από ποτέ, με τα υπόλοιπα των δανείων να εκτινάσσονται σε λίγα μόλις χρόνια.
Το Γενάρη του 2000 τα δάνεια προς τις επιχειρήσεις ανέρχονταν στα 35,7 δισ. ευρώ ενώ τα στεγαστικά «άγγιζαν» τα 9 δισ. ευρώ. Μια πενταετία αργότερα είχαν υπερδιπλασιαστεί, με τις επιχειρήσεις να έχουν δανειστεί 72,2 δισ. ευρώ και τα στεγαστικά να φτάνουν τα 34,5 δισ. ευρώ.
Ακόμα πιο έντονη ήταν η επέκταση της καταναλωτικής πίστης, φτάνοντας τα 17,2 δισ. ευρώ έναντι (μόλις) 4 δισ. το Γενάρη του 2000.
Όσο για τα ιστορικά υψηλά, αυτά ήρθαν το Νοέμβριο του 2009 με τις επιχειρήσεις να έχουν δανειστεί συνολικά 132,7 δισ. ευρώ και τα νοικοκυριά να οφείλουν 80 δισ. ευρώ σε στεγαστικά δάνεια και 36 δισ. ευρώ σε καταναλωτικά.
Ήταν μια εποχή άκριτου δανεισμού, τις συνέπειες του οποίου βίωσε και βιώνει ακόμη η χώρα μας, τόσο κατά τη διάρκεια της δεκαετής κρίσης όσο και μέσω των «κόκκινων» δανείων που ακόμη στοιχειώνουν την οικονομία.
Όπως εξάλλου αναφέρουν πολλοί οικονομολόγοι, η Ελλάδα τόσο ως κυβέρνηση όσο και ως επιχειρήσεις και νοικοκυριά είδε το τυρί –δηλαδή τα χαμηλά επιτόκια- όχι όμως και την φάκα, δηλαδή τον υπερδανεισμό.
Και η αλήθεια είναι ότι τα επιτόκια ήταν πρωτόγνωρα χαμηλά για τη χώρα μας. Καθώς από τα διψήφια επίπεδα στα στεγαστικά και επιχειρηματικά στις αρχές του 2008 έπεσαν ακόμη και κάτω από το 5% λίγο πριν το ξέσπασμα της κρίσης…
Τα δάνεια «αντίδοτο» στον κορονοϊό
Η χρηματοπιστωτική και στη συνέχεια οικονομική κρίση άλλαξε τα δεδομένα, τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις μείωσαν κατακόρυφα την έκθεσή τους και οι νέες εκταμιεύσεις ήταν αρνητικές για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Όμως η πανδημία ήρθε για να φέρει ξανά τα πάνω κάτω. Και ο τραπεζικός δανεισμός –με την εγγύηση του κράτους χάρη στα εργαλεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης- θεωρείται το βασικό εργαλείο μόχλευσης για την ανάκαμψη της οικονομίας. Έτσι, αξιοποιώντας τα εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια, οι επιχειρήσεις μπορούν να πάρουν «ανάσα» με ελάχιστο ή και μηδενικό κόστος χρήματος, αποκτώντας πρόσβαση στην τόσο αναγκαία ρευστότητα.
Την ίδια στιγμή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα συνεχίζει τις μαζικές αγορές ομολόγων επιτρέποντας στις χώρες-μέλη της Ευρωζώνης, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, να δανείζονται με αρνητικά επιτόκια.
Με αυτό το σκεπτικό εξάλλου η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με τη σύμφωνη γνώμη του Ευρωκοινοβούλιο ενέκρινε τη δημιουργία του Πανευρωπαϊκού Ταμείου Εγγυήσεων και τη χρηματοδότηση επιχειρήσεων της Ευρωζώνης που έχουν πληγεί από τον κορωνοϊό.
Το ταμείο αναμένεται να κινητοποιήσει συνολικά πρόσθετη χρηματοδότηση 200 δισ. ευρώ για τη στήριξη κυρίως και μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων στις 21 χώρες της ΕΕ, που συμμετέχουν σε αυτό, μεταξύ των οποίων είναι και η Ελλάδα.
Υπό αυτό το πρίσμα, η Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα (ΕΑΤ) από τον Απρίλιο του 2020 μέχρι και σήμερα έχει μοχλεύσει 2,78 δισ. ευρώ από κοινοτικούς και εθνικούς πόρους δημιουργώντας μέσω του τραπεζικού συστήματος συνολική ρευστότητα ύψους 8,6 δισ. ευρώ.
Ήδη οι εγχώριες τράπεζες ενισχύουν μαζικά τις επιχειρήσεις με ειδικά χρηματοδοτικά προγράμματα, στο πλαίσιο του εγγυοδοτικού εργαλείου COSME του Ευρωπαϊκού Ταμείου Επενδύσεων, το οποίο παρέχει εγγυήσεις για το 50% κάθε δανείου. Τα δάνεια αυτά αφορούν μικρομεσαίες επιχειρήσεις με κύκλο εργασιών έως 2,5 εκατ. ευρώ ενώ το ύψος τους μπορεί να φτάσει έως τις 150.000 ευρώ ανά δικαιούχο.
Επιπλέον, εντός του τρέχοντος μηνός ενεργοποιείται ένα νέο πρόγραμμα εγγυοδοσίας ύψους 220 εκατ. ευρώ για την παροχή κεφαλαίου κίνησης από τις τράπεζες σε πολύ μικρές επιχειρήσεις που απασχολούν έως 9 άτομα και πραγματοποίησαν το 2019 κύκλο εργασιών έως 200.000 ευρώ. Σε απόλυτους αριθμούς, το πρόγραμμα αφορά έως και 8.000 επιχειρήσεις με το ύψος του να φτάνει τα 500 εκατ. ευρώ.
Ο ρόλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου
Όλα τα παραπάνω, αλλά και η δημιουργία του Ταμείου Ανάκαμψης, το οποίο και αποτελεί το μεγαλύτερο στοίχημα για την επόμενη ημέρα της ευρωπαϊκής οικονομίας δεν θα ήταν εφικτά χωρίς τη συμβολή και την καθοριστική παρέμβαση του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου. Γιατί αυτό φρόντισε για την έγκαιρη αλλά και νομικά ορθή έγκριση όλων των μέτρων στήριξης της οικονομίας και αυτό μόνο όταν ήταν απολύτως ικανοποιημένο από το περιεχόμενο των προτάσεων της Κομισιόν.
Έτσι, έδωσε το «πράσινο φως» για το Πανευρωπαϊκό Ταμείο Εγγυήσεων ενώ εντός του Ταμείου Ανάκαμψης εξασφάλισε σημαντικές ενισχύσεις ύψους 15 δισ., για εμβληματικά προγράμματα. Χωρίς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν θα είχαν εγκριθεί και ενσωματωθεί στο Ταμείο εμβληματικά προγράμματα που αφορούν την υγεία, την έρευνα και προγράμματα όπως το Erasmus+.
Επιπλέον, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί –μέσω των αρμόδιων επιτροπών του να καλεί σε ακρόαση την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ελέγχοντας την πορεία της ανάκαμψης στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την επίτευξη των στόχων και των ορόσημων από τα κράτη μέλη.
Το στοίχημα του Ταμείου Ανάκαμψης
Γιατί ξεκάθαρα, το Ταμείο Ανάκαμψης είναι το μεγάλο στοίχημα για όλη την Ευρώπη, πάνω στο οποίο αναμένεται να δομηθεί η επόμενη ημέρα της Ευρωπαϊκής Οικονομίας. Και εδώ, όσον αφορά τη χώρα μας, κομβική είναι η μόχλευση των 32 δις. ευρώ του Ταμείο μέσω του τραπεζικού δανεισμού. Όπως εξάλλου ανέφερε και ο Αναπληρωτής Υπουργός Οικονομικών κ. Θεόδωρος Σκυλακάκης στα πλαίσια του συνεδρίου FinForum 2021, τα συνολικά χρήματα που μπορούν να πέσουν στην οικονομία συνυπολογίζοντας τον τραπεζικό δανεισμό ξεπερνούν τα 50 δισ. ευρώ.
Και αυτό γιατί όπως εξήγησε στα πλαίσια της ίδιας εκδήλωσης ο Γενικός Διευθυντής Εταιρικής και Επενδυτικής Τραπεζικής της Εθνικής Τράπεζας, κ. Βασίλης Καραμούζης μία τυπική κατανομή είναι η εξής: 20%-30% ίδια συμμετοχή, 30% τραπεζικός δανεισμός και 40% επιδότηση από το Ταμείο Ανάκαμψης.
Με άλλα λόγια, το οικονομικό αυτό «κοκτέιλ» μπορεί να ενισχύσει την οικονομία με επιπλέον 50 δις. ευρώ και μάλιστα με μηδενικό ή εξαιρετικά χαμηλό επιτόκιο, αλλάζοντας άρδην την εικόνα, δίνοντας έτσι στην οικονομία το «καύσιμο» που χρειάζεται για να ανταπεξέλθει στις πρωτοφανείς συνθήκες της πανδημίας.