ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

1.880 λέξεις από και για τον Νόρμαν Μέιλερ

1.880 λέξεις από και για τον Νόρμαν Μέιλερ
Book Cover

Συγγραφέας και δημοσιογράφος και σεναριογράφος και σκηνοθέτης και πατέρας εννέα παιδιών και συνδημιουργός της Νέας Δημοσιογραφίας και αιρετικός και βιογράφος της Μέριλιν Μονρόε και πολυβραβευμένος και πολυγραφότατος.

Υποστηρίζοντας πάντα τον κανόνα της Νέας Δημοσιογραφίας “H αλήθεια πέρα από τα γεγονότα” o ίδιος ουδέποτε θεώρησε τον εαυτό του δημοσιογράφο. Γοητευτικός μέσα στις αντιφάσεις που σου επιτρέπει το παιχνίδι με τις λέξεις, είχε πένα προκλητική και βαθειά προσωπική, υποκειμενική. Η έννοια της Americana δεν θα είχε καθιερωθεί χωρίς αυτόν. Άλλωστε τα εκτενή ρεπορτάζ του ως Reporter at Large του “New Yorker” άφησε εποχή στον κόσμο των γραμμάτων και της πληροφορίας, όπως την διοχετεύουμε, όπως την καταναλώνουμε.

Ο Μέιλερ γεννήθηκε στις 31 Ιανουαρίου 1923 στο Λονγκ Μπραντς του Νιου Τζέρσεϊ από γονείς εβραϊκής καταγωγής. Σπούδασε αεροναυπηγός στο Χάρβαρντ και το 1943 στρατεύτηκε, γνωρίζοντας από κοντά τη φρίκη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου στον Νότιο Ειρηνικό. Με το πρώτο του βιβλίο το 1948 εισβάλει με ορμή στη λογοτεχνία καθώς “Οι γυμνοί και οι νεκροί” τον ανέδειξε ή τον έκανε “διακεκριμένο και άδειο” όπως έλεγε ειρωνικά. Αμφισβητίας και επιρρεπής υπήρξε από τους ιδρυτές του εβδομαδιαίου εναλλακτικού εντύπου “Village Voice” και μόνιμος κριτής της φιλοπολεμικής πολιτικής των ΗΠΑ.

Υποψήφιος δήμαρχος της Νέας Υόρκης το 1969, κερδίζει την ίδια χρονιά δύο μεγάλα λογοτεχνικά βραβεία (Πούλιτζερ και το Εθνικό Βραβείο Βιβλίου) ενώ το κύκνειο άσμα του, το βιβλίο “Το κάστρο στο δάσος” που αναφέρεται στη νεανική ηλικία του Αδόλφου Χίτλερ και κυκλοφόρησε το καλοκαίρι του 2007 ήταν για πολλούς, κοφτερό σαν λεπίδι.

Ο Νόρμαν Μέιλερ παντρεύτηκε έξι φορές, απέκτησε εννέα παιδιά, δέκα εγγόνια και κάθε 10η Νοεμβρίου είναι η επέτειος του θανάτου του, μια αφορμή για να τον ξαναθυμηθούμε. Ακολουθούν τρία κείμενα για μια ανάγνωση επετειακή, δύο δικά του αποσπάσματα (για την Αμερική και τη Μέριλιν Μονρόε) και το αποχαιρετιστήριο κείμενο που δημοσίευσε στην Corriere della sera ένας από τους γιους του.

O Mέιλερ για την Αμερική

“Η λογοτεχνία, λοιπόν, είχε αποτύχει. Η δουλειά γινόταν από τις ταινίες και την τηλεόραση. Η συνείδηση της μάζας και η κουλτούρα της χώρας σερνόταν στην ατέλειωτη λάσπη. Η αμερικανική συνείδηση κατέληξε να αναπτύσσεται από τις κολακευτικές θρησκοληψίες των εκδοτών εφημερίδων της επαρχίας και των εκπαιδευτικών της επαρχίας , από τη χείριστη οργανωμένη θρησκεία, μια άμορφη δύναμη γεμάτη από τους φόβους όλων των χριστιανών που απέμειναν για να γεμίσουν τα κενά που άφησε η αρχική ανδρεία των σκαπανέων και αυτοί οι τελευταίοι χριστιανοί απλώς δεν ήταν τόσο ανδρείοι. Αυτό ήταν το σύστημα της λάσπης.

Το άλλο ήταν οι γιοί των μεταναστών. Πολλοί απ’ αυτούς μισούσαν την Αμερική, τη μισούσαν για όσα προσέφερε και δεν παρείχε, όσες ευκαιρίες αποκάλυπτε και όσα εξαιρούσε από την αληθινή ευκαιρία. Οι γιοί αυτών των μεταναστών και οι γιοί των γιών κατέλαβαν τις πόλεις κι άρχισαν να τις διοικούν, ψηλά στον αέρα και κάτω χαμηλά στο έδαφος. Λήστευαν και λεηλατούσαν και δεν υπήρχε αμερικανική πόλη που να μην έγινε πιο αποτρόπαια μέσα στα τελευταία πενήντα χρόνια.

Έπειτα εξαπλώθηκαν – έκαναν τα προάστια επιδημία της χώρας – και εξέπεμψαν μαζικές επικοινωνίες μέσα σε κάθε σπίτι. Ήταν κανίβαλοι που πουλούσαν χριστιανισμό σε χριστιανούς και επειδή περιφρονούσαν το μήνυμα και ενδόμυχα το χλεύαζαν, κατάφεραν να πουλήσουν κάτι άλλο , ίσως έναν ιό – ένας ηλεκτρονικός μηδενισμός διαπέρασε τα μαζικά μέσα της Αμερικής και εισχώρησε στους χριστιανούς και τους άρεσε να είναι κανίβαλοι, κατάπιναν το ίδιο το μίσος τους με τα ηρεμιστικά και το σεξ των διαφημίσεων, ενώ όλοι οι αρχικοί κανίβαλοι στα γρανάζια των μαζικών μέσων έκαναν το λάθος να μεταδώσουν τη σκληρή τους ασθένεια. Και τώρα απέμειναν υπερβολικά ευγενείς, υπερβολικά απελευθερωμένοι, υπερβολικά προγραμματισμένοι, γεμάτοι σχέδια κοινωνικής πρόνοιας και φαίνονταν και μιλούσαν μ’ ένα στυλ show business που δεν διέθετε καθόλου στυλ και ήταν γενικά τόσο ασθενικοί όσοι οι χριστιανοί που ζούσαν κάποτε στα υπόγεια και στις σπηλιές.

Η μισή Αμερική έγινε ημίτρελη από τα κρυολογήματα, τα γιατρικά, το άσθμα και τις αλλεργίες, τα νοσοκομεία και τους διάσημους χειρουργούς με νυστέρια, πρόνοιες και σχέδια και επιτροπές και πλήξη, πλήξη μεταδιδόμενη σαν πανώλη στα βάθη της χώρας. Η άλλη μισή Αμερική έγινε πίθηκος και οι μοτοσυκλέτες άρχισαν να μουγκρίζουν σαν λιοντάρια σε ολόκληρη τη χώρα και όλα τα κτήνη όλης της θαμμένης ιστορίας της Αμερικής συντόνισαν τη συχνότητα τους και ετοιμάστηκαν να χωθούν στην αγορά. Σκεφτόταν κάποιος την Αμερική και στο μυαλό του ερχόταν η ασπιρίνη, οι διαφημίσεις κουζινών και το αίμα. Στο μυαλό ερχόταν το Βιετνάμ...”
Νόρμαν Μέιλερ, “Η Μάγισσα Τέχνη”.

Ο Μέιλερ για τη Μέριλιν Μονρόε

“Ο πόλεμος με τον άντρα της μεταφέρεται στα κινηματογραφικά πλατό. Μια μέρα έρχεται να την επισκεφθεί. Δεν είναι πια ο ντροπαλός θαυμαστής που τον πέρασαν κορόιδο όταν γύριζαν το “Monkey Business”. Τώρα δεν καταδέχεται να φωτογραφηθεί παρά μονάχα με τον Ίρβινγκ Μπέρλιν και αναγγέλλει ότι ο πραγματικός λόγος της επίσκεψής του είναι ότι θέλει ν’ ακούσει την Έθελ Μέρμαν να τραγουδάει. Η Μερμ είναι κι αυτή ένα από τα φαβορί στου Τουτς Σορ. Μπορούμε να φανταστούμε τις αντιδράσεις της Μέριλιν.

Εργάζεται τέσσερις ώρες την ημέρα με τον καθηγητή της του τραγουδιού, προσπαθώντας να ξαναβρεί τη φόρμα της, αλλά τρεις φορές λιποθυμά στο πλατό την ώρα του γυρίσματος. Για το μεγάλο της χορευτικό νούμερο, το “Ένα Κύμα Τροπικής Ζέστης”, ψάχνει τον Τζακ Κολ, το χορογράφο της στο “Οι Άντρες Προτιμούν τις Ξανθιές”, το νούμερο αυτό, όμως, θα ξεσηκώσει καταστροφικές κριτικές. Τα εφέ της είναι τραβηγμένα από τα μαλλιά και δείχνει ωχρή σαν φάντασμα μέσα σ’ ένα κοστούμι αλά Κάρμεν Μιράντα. Το δέρμα της φαίνεται άτονο. Το βλέμμα της, όταν δεν είναι πεθαμένο, είναι ανούσιο. Ποτέ δεν ήταν λιγότερο ελκυστική σ’ ένα φιλμ. Έτσι, λοιπόν, φοράει κι αυτή μια μαύρη κιλότα μέσα από μια φούστα φλαμένκο ανοικτή όλη μπρος, και κάθε φορά που κλοτσάει μια γάμπα στον αέρα, μοιάζει σαν να κλοτσάει μια αστραπή από τούφες της ήβης.

Οι θεματοφύλακες της δημοκρατίας της ανταποδίδουν την κλωτσιά. Η Χέντι Χόπερ τής γράφει ένα άρθρο έξω φρενών. Ο Εντ Σάλιβαν θα γράψει: “η Μις Μονρόε μόλις τώρα κουρέλιασε τα καλωσορίσματα του παρατηρητή... Το ‘Κύμα Ζέστης’ μπορεί εύκολα να θεωρηθεί η πιο χυδαία παραβίαση του καλού γούστου, στην οποία παρευρέθηκε αυτός ο παρατηρητής ποτέ”. Στα γράμματα των θεατών υπάρχουν φράσεις σαν “η Μέριλιν Μονρόε αηδιάζει κι εμένα και τα παιδιά μου ακόμα”. Η ζημιά που της έγινε θα φανεί αργότερα, αλλά, κι από τώρα, σαν να νιώθει το πόσο κακό ήταν το φιλμ που έκανε, τελειώνει την τελευταία της εβδομάδα γυρίσματος, άρρωστη, με μια μικροφλεγμονή και, χωρίς να ξεκουραστεί ούτε μια μέρα, περνάει στα πλατό του “Επτά Χρόνια Φαγούρα”.

Eδώ ξαναγεννιέται. Σαν να είχε προπονηθεί για να παίζει μπέιζ μπολ, σύμφωνα με τις μεταφυσικές διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στο δεύτερο και στο τρίτο χτύπημα, θ’ αποδώσει τον καλύτερό της εαυτό. Η Μέριλιν είναι παχουλή, σχεδόν παχιά, η σάρκα της ξεπετάγεται ανάμεσα από κάθε μπρετέλα, τα μπούτια της δείχνουν βαριά, τα μπράτσα της βάζουν σε υποψία ότι θα γίνει πληθωρικά παχιά, όταν και αν ποτέ γεράσει, έχει μια κοιλιά που τουρλώνει όσο για πολλά χρόνια τώρα δεν έχει τουρλώσει καμιά κοιλιά καμιάς μεγάλης σταρ, κι όμως, εξακολουθεί παρ’ όλ’ αυτά να είναι η ζωντανή ενσάρκωση της ομορφιάς. Είναι το κύκνειο άσμα της σαν σεξουαλικό αντικείμενο -το τελευταίο αισθησιακό φιλμ που θα γυρίσει- και πώς το γυρίζει!

Αποδεικνύει για μία ακόμη φορά ότι είναι τόσο καλή ηθοποιός όσο και οι ηθοποιοί που παίζουν μαζί της, και μαζί με τον Τομ Έουελ, κάνουν μια κωμική παρέλαση μεσ’ απ’ όλο το φιλμ. Σαν Το-Κορίτσι-Που-Μένει-Από-Πάνω, ένα μοντέλο της τηλεόρασης από το Κολοράντο που έχει έρθει στη Νέα Υόρκη για τις διακοπές του, δημιουργεί έναν τελευταίο αμερικανό αθώο, ένα πρωτόγονο τεχνοκατασκεύασμα των μεσο-Αϊζενχαουερικών χρόνων, ένα αμερικανικό κορίτσι που πιστεύει στα προϊόντα που πουλάει στα διαφημιστικά της TV -είναι τόσο απλή και τόσο υγιής, όσο και ολόκληρη η κεντρική χώρα του κράτους, και στέκεται κι αυτή στη μέση, έτοιμη για να τη μαδήσουν. Είναι μια απίστευτη παράσταση για μια ηθοποιό που είναι στα πρόθυρα του χωρισμού με τον άντρα της, έχει δύο απαίσια φιλμ από πίσω της, είναι κάτω από ψυχανάλυση, πίνει πάρα πολύ, και, παράλληλα μ’ όλ’ αυτά, κάνει σχέδια να σπάσει το συμβόλαιό της και να ξαναρχίσει μια καινούργια ζωή στη Νέα Υόρκη, κάνοντας φιλίες μ’ ένα φωτογράφο που ποτέ του δεν έχει κάνει τον παραγωγό ούτε σ’ ένα φιλμ.

Είναι ένα φορτίο που δεν θα μπορούσε να σηκώσει μια κανονική γυναίκα. Είναι μια ένταση σχεδόν ανυπόφορη για μια δυνατή γυναίκα, με σταθερή οντότητα, για τη Μέριλιν όμως είναι κάτι το φυσικό. Υπάρχει κι ένα πλεονέκτημα στο να έχεις μια περιορισμένη οντότητα -είναι η ικανότητα να μετακομίζεις από τη μια ζωή στην άλλη με περισσότερη ευχαρίστηση παρά λύπη. Αν αυτή η έλλειψη οντότητας γίνεται σιγά σιγά όλο και πιο ενοχλητική σε μια στατική κατάσταση (γιατί όλοι οι άλλοι έχουν την τάση να χτίζουν και να ευτυχούν περισσότερο από σένα τον ίδιο), σ’ έναν καινούργιο ρόλο, αυτή η αραιή ψυχή προσφέρει μια ζωηρή αντίληψη. Αυτό δε σημαίνει ότι είναι ένας παράδεισος στο πλατό του “Εφτά Χρόνια Φαγούρα”. Αργοπορεί συνήθως πολλές ώρες, και ο θίασος τρώει τα σίδερα όσο αυτή ξεχνάει τα λόγια της, είναι όμως καταφερτζού, τι καταφερτζού που είναι σ’ αυτό το φιλμ!

Nόρμαν Μέιλερ, Μέριλιν, εκδ. Ι.Δ. Χατζηνικολή, μετάφραση Ιωάννα Δ. Χατζηνικολή.

Ο Μέιλερ ο νεότερος για τον Μέιλερ τον πρεσβύτερο

“Το να γράψω για τον πατέρα μου θα χρειαζόταν ένα βιβλίο, που μόνο εκείνος θα είχε ίσως το κουράγιο και τα εργαλεία να γράψει αυτή την ώρα της άμεσης ευγνωμοσύνης. Θα αρκεστώ έτσι σε κάποιες σκόρπιες σκηνές. Μου έρχεται στο μυαλό το πρόσωπό του όταν διηγιόταν μια συζήτηση που είχε εκείνος και η μητέρα μου, η Νόρις Τσερτς Μέιλερ, με τον Μοχάμεντ Άλι σε ένα κοκτέιλ πάρτι. Ο πατέρας μου ήταν 26 χρόνια μεγαλύτερος από τη μητέρα μου. Ήταν ένα μοναδικό ζευγάρι. Εκείνη, με ύψος 1,75, τον επισκίαζε. Ήταν ήδη ένα επιτυχημένο μοντέλο, ηθοποιός και ζωγράφος, αλλά είχε επιλέξει να παρατήσει την καριέρα της για να γίνει η μητέρα όλων μας. Εκείνος, με ύψος 1,67, είχε γλυκάνει με τον χρόνο και ήταν εμφανώς ευτυχισμένος με τα εννιά του παιδιά. Για την τελευταία του γυναίκα έλεγε πως ήταν η καλύτερη μητριά που είχε γνωρίσει- και είχε γνωρίσει πολλές.

Ο Μοχάμεντ Άλι πλησίασε τους γονείς μου και άρχισε να λούζει τον πατέρα μου με κοπλιμέντα. “Νόρμαν, σε βρίσκω σε φοβερή φόρμα. Πόσων χρόνων είσαι;”. “Έκλεισα τα εξήντα, Μοχάμεντ”. “Θεέ μου, στέκεσαι περίφημα, μακάρι να έχω τη μισή σου υγεία όταν φτάσω στην ηλικία σου”. “Ευχαριστώ, Μοχάμεντ”. Ο πατέρας μου ήταν τόσο χαρούμενος με όλα αυτά τα κοπλιμέντα ώστε, όπως συμβαίνει με τα σκυλιά, του ήρθε κατούρημα. Πήγε λοιπόν να βρει μια τουαλέτα, αφήνοντας τη Νόρις μόνη με τον Άλι. Πριν ακόμη απομακρυνθεί, ο τελευταίος γύρισε στη μητέρα μου και της είπε: “Μα πώς αντέχεις να ζεις ακόμα μ΄ αυτόν τον γέρο;”.

Δεν έχω γνωρίσει κανέναν που να λέει τόσο όμορφα ιστορίες όσο ο πατέρας μου. Ήταν σαν να βλέπεις ένα μαέστρο να διευθύνει την ορχήστρα του, μόνο που στην περίπτωση του πατέρα μου τη θέση των ήχων την είχαν οι λέξεις. Θυμάμαι όταν η μητέρα μου έκανε με επιτυχία την πρώτη εγχείρηση για καρκίνο και ετοιμαζόταν για μια μακρά περίοδο χημειοθεραπείας και ακτινοβολιών. Εγώ είχα καταπιαστεί με την πρώτη μου σκηνοθεσία και είπα στον πατέρα μου ότι δεν ήξερα πώς θα κατάφερνα να την τελειώσω. “Είναι καιρός, αγόρι μου, να μάθεις να οργανώνεις το μυαλό σου σε χωριστά κουτάκια”, μου απάντησε.
Χάρις σε εκείνη τη συμβουλή, κατάφερα να ξεπεράσω πολλές δυσκολίες. Χωρίς αυτήν, δεν θα είχα γράψει τίποτα. Είναι ένα από τα καλύτερα μαθήματα (για μένα, δώρα) που μου έχει δώσει ο πατέρας μου”.

Τζων Μπάφαλο Μέιλερ, “Ο πατέρας μου ο Νόρμαν Μέιλερ και ο πόνος”.