ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Πόσο ακριβές είναι τελικά οι υπηρεσίες τηλεπικοινωνιακές στην Ελλάδα;

Πόσο ακριβές είναι τελικά οι υπηρεσίες τηλεπικοινωνιακές στην Ελλάδα;
Οι δύο εταιρείες επεδίωξαν να προσεγγίσουν διαφορετικά το θέμα βασιζόμενες στο μέσο μηνιαίο έσοδο ανά πελάτη Pixabay

Μία λίγο διαφορετική εικόνα σε σχέση με εκείνη της «ακριβής» χώρας όσον αφορά στις τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες δίνουν τα συμπεράσματα των δύο μελετών που πραγματοποιήθηκαν για λογαριασμό της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών & Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ) προκειμένου να αξιολογηθούν οι τιμές των κινητών και σταθερών επικοινωνιών στην Ελλάδα.

Από τη σχετική ανακοίνωση της ΕΕΤΤ, ένα βασικό συμπέρασμα που προκύπτει από τις μελέτες της Tarifica (για την κινητή τηλεφωνία) και της IDATE DigiWorld (για τη σταθερή) είναι πως το κόστος για τον τελικό καταναλωτή είναι διαφορετικό από αυτό που εμφανίζεται σε διεθνείς μελέτες, οι οποίες λαμβάνουν υπόψην τους τις τιμές λιανικής που αναφέρονται στις ιστοσελίδες των παρόχων.

Οι δύο εταιρείες επεδίωξαν να προσεγγίσουν διαφορετικά το θέμα βασιζόμενες στο μέσο μηνιαίο έσοδο ανά πελάτη (ARPU) των τηλεπικοινωνιακών παρόχων με αποτέλεσμα να προκύπτουν και αρκετές διαφορές.

Κινητή τηλεφωνία

Στην περίπτωση των τιμών κινητής τηλεφωνίας, η Tarifica χρησιμοποίησε σε πρώτο βήμα τη μεθοδολογία του «ορθολογικού» καταναλωτή, η οποία είναι συμβατή με τη μεθοδολογία που χρησιμοποιεί o OΟΣΑ αλλά και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η ανάλυση βασίστηκε σε τιμές οι οποίες είναι δημόσια διαθέσιμες από τους παρόχους (π.χ. μέσω των ιστοσελίδων τους).

Η εταιρεία στην ανάλυσή της δεν έλαβε υπόψιν τιμές οι οποίες προκύπτουν από προσφορές διατήρησης και προσέλκυσης πελατών, δώρα και εποχιακές προσφορές και εκπτώσεις στο πλαίσιο συνδυαστικών προγραμμάτων (π.χ. υπηρεσιών σταθερής-κινητής). Με βάση αυτά, η ανάλυση της Tarifica για τις τιμές των υπηρεσιών κινητών επικοινωνιών σε 12 χώρες της Ευρώπης οι οποίες ανήκουν στην ίδια ομάδα κρατών ως προς το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα φαίνεται να εντάσσεται στην τετράδα των κρατών με τις υψηλές τιμές.

Όμως, στη συνέχεια, η Tarifica συνέκρινε τις τιμές που είχε συγκεντρώσει με τα αναλυτικά στοιχεία των εσόδων των παρόχων (ανά υπηρεσία και ανά συνδρομητή) στην Ελλάδα. Από τη σύγκριση αυτή η Tarifica διαπίστωσε ότι μεταξύ των δημόσια διαθέσιμων τιμών των παρόχων και του πραγματικού κόστους το οποίο καλούνται οι συνδρομητές να καταβάλουν για τις τηλεπικοινωνιακές τους υπηρεσίες, υπήρχαν μεγάλες αποκλίσεις.

Για την ακρίβεια διαπίστωσε ότι το μέσο έσοδο ανά συνδρομητή (ARPU), όπως προκύπτει από τα στοιχεία αγοράς της ΕΕΤΤ θα ήταν μαθηματικά αδύνατο να επιτευχθεί αν οι συνδρομητές πλήρωναν τις διαφημιζόμενες τιμές λιανικής. Και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η πραγματική τιμολόγηση των κινητών επικοινωνιών στην Ελλάδα δεν αντικατοπτρίζεται στις τιμές που παρουσιάζονται δημόσια (π.χ. στις ιστοσελίδες) από τους παρόχους.

Επιπλέον, η Tarifica προτείνει να διερευνηθούν οι επιπτώσεις του κόστους ανάπτυξης δικτύου και της ποιότητας της υπηρεσίας/ταχύτητας του δικτύου στη διαμόρφωση των επιπέδων των λιανικών τιμών, με δεδομένες τις προκλήσεις που ασκούν στις παραμέτρους αυτές η έντονη εποχικότητα της ζήτησης και το μορφολογικό ανάγλυφο της Ελλάδας (π.χ. μεγάλος αριθμός νησιών). Η Tarifica αναφέρεται σε μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στο πλαίσιο της περιαγωγής, για τα κόστη δικτύων κινητών επικοινωνιών από την οποία προκύπτει ότι το κόστος δικτύου ανά GByte για την Ελλάδα είναι το δεύτερο μεγαλύτερο μεταξύ των χωρών που συμπεριλαμβάνονται στην ανάλυσή της. Ακόμη, αναφέρεται σε στοιχεία της εταιρείας Ookla (τα οποία έχουν καθιερωθεί για τις μετρήσεις ποιότητας υπηρεσίας διεθνώς) σύμφωνα με τα οποία η Ελλάδα είναι η τρίτη καλύτερη ως προς την ποιότητα υπηρεσίας μεταξύ των χωρών που συμπεριλαμβάνονται στην ανάλυσή της.

Ευρυζωνικές συνδέσεις

Στην περίπτωση των τιμών για τις ενσύρματες συνδέσεις, η IDATE επέλεξε να χρησιμοποιήσει το κριτήριο του ARPU, όπου περιλαμβάνονται εποχιακές εκπτώσεις και προωθητικές ενέργειες και να το συγκρίνει με άλλες χώρες της ΕΕ χρησιμοποιώντας ορισμένα μέτρα στάθμισης όπως είναι το ΑΕΠ.

Το αποτέλεσμα ήταν, σύμφωνα πάντα με τη μελέτη της IDATE, να προκύψει ότι η Ελλάδα έχει το δεύτερο χαμηλότερο μέσο έσοδο ανά χρήστη (ARPU) για σταθερές ευρυζωνικές υπηρεσίες (8.68 ευρώ) μεταξύ των 27 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επίσης, ότι η Ελλάδα έχει το τρίτο χαμηλότερο μέσο έσοδο ανά χρήστη ως ποσοστό του κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε μηνιαία βάση μεταξύ των 27 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ακόμη, η χώρα μας έχει το δεύτερο χαμηλότερο μέσο έσοδο ανά χρήστη ως ποσοστό του μέσου καθαρού μηνιαίου μισθού (προσαρμοσμένου ως προς τα κόστη διαβίωσης σε όρους ισοτιμίας αγοραστικής δύναμης) μεταξύ 26 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εκτός της Μάλτας). Τέλος, η Ελλάδα έχει το χαμηλότερο μέσο έσοδο ανά χρήστη ως ποσοστό του κατώτατου μισθού μεταξύ 21 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Βέβαια, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η μελέτη της IDATE δεν συνέκρινε και την ποιότητα των υπηρεσιών που λαμβάνουν οι χρήστες. Ως γνωστόν, η Ελλάδα, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Ookla, βρίσκεται πολύ κάτω όσον αφορά τη μέση ταχύτητα λήψης δεδομένων που απολαμβάνουν οι περισσότερες χώρες της ΕΕ.

Μάλιστα, στις περισσότερες περιπτώσεις των κρατών – μελών της ΕΕ, η μεγάλη πλειοψηφία των νοικοκυριών έχει συνδέσεις σε ταχύτητες άνω των 50 Mbps και σε ορισμένες χώρες πάνω και από τα 100 Mbps, όταν στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία της ΕΕΤΤ, μόλις το 36,3% των νοικοκυριών χρησιμοποιούσε στο τέλος του 2020 συνδέσεις με ονομαστική ταχύτητα άνω των 30 Mbps με εκείνες άνω των 100 Mbps να είναι στο 5,8%. Η εκτίμηση είναι πάντως πως το 2021 η κατάσταση έχει βελτιωθεί, ενώ αναμένεται μέσα στο 2022 να ξεκινήσει η διαδικασία από την πλευρά των παρόχων για διπλασιασμό των ταχυτήτων σύνδεσης χωρίς καμία αύξηση στη χρέωση που ήδη έχουν, εφόσον υπάρχει αυτή η δυνατότητα από πλευράς τηλεπικοινωνιακών υποδομών.