ΕΛΛΑΔΑ

Απορρίπτει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο την προσφυγή της Ελληνικός Χρυσός

Απορρίπτει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο την προσφυγή της Ελληνικός Χρυσός
Φωτογραφία από διαδήλωση των εργαζομένων της Ελληνικός Χρυσός στη Βουλή EUROKINISSI/Κώστας Κατωμέρης

Με τη σημερινή του απόφαση το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτει τις προσφυγές της Ελλάδας και της Ελληνικός Χρυσός.

Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι:

  • η Ελλάδα χορήγησε πλεονέκτημα στην Ελληνικός Χρυσός από μεταφορά κρατικών πόρων καθώς η μεταπώληση των μεταλλείων Κασσάνδρας στην Ελληνικός Χρυσός σε τιμή χαμηλότερης της αγοραίας τιμής, συνεπάγεται μείωση των εσόδων του Ελληνικού Δημοσίου σε σχέση προς τα έσοδα που θα μπορούσε να έχει αποκομίσει, και συνεπώς, απώλεια πόρων,
  • η απαλλαγή από την υποχρέωση καταβολής φόρου για τη μεταβίβαση της κυριότητας των μεταλλείων συνιστά κρατική ενίσχυση καθώς συνεπάγεται τόσο πλεονέκτημα για την Ελληνικός Χρυσός όσο και απώλεια πόρων για τον κρατικό προϋπολογισμό,
  • η κρατική ενίσχυση παρείχε πλεονέκτημα στην Ελληνικός Χρυσός έναντι των ανταγωνιστών της, και αυτό συνεπαγόταν κίνδυνο στρέβλωσης του ανταγωνισμού και επηρεασμού του μεταξύ κρατών μελών εμπορίου,
  • η Ελλάδα εσφαλμένα υπογραμμίζει ότι η απαίτηση ανάκτησης 15.34 εκατ. ευρώ κινδυνεύει να αναστείλει μια άμεση επένδυση αξίας 850 εκατ. ευρώ, περιορίζοντας έτσι, αντί να τονώσει, την οικονομική ανάπτυξη και τον ανταγωνισμό, σε μια περίοδο μείζονος οικονομικής κρίσης για τη χώρα καθώς η ενίσχυση δεν χορηγήθηκε ούτε για τις επενδύσεις περιφερειακού χαρακτήρα, μήτε για την προστασία του περιβάλλοντος, μήτε για την απασχόληση,
  • η Ελλάδα, με την παρέμβασή της στην επίμαχη αγοραπωλησία, δεν περιόρισε τις απώλειες που θα είχαν προκύψει από την πλήρη παύση της λειτουργίας των μεταλλείων Κασσάνδρας,
  • η Επιτροπή ορθώς στηρίχθηκε στην έκθεση των εμπειρογνωμόνων για την αποτίμηση των μεταλλείων Κασσάνδρας,
  • η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης κατά την εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή,
  • οι διαδικαστικές εγγυήσεις τηρήθηκαν απολύτως από την Επιτροπή, και,
  • η κατάργηση παράνομης ενίσχυσης διά της ανάκτησης της αποτελεί τη λογική συνέπεια της διαπίστωσης του παράνομου χαρακτήρα της,

Η Ελληνικός Χρυσός AE είναι μεγάλη ελληνική μεταλλευτική εταιρεία που δραστηριοποιείται στον τομέα της εξόρυξης χρυσού, χαλκού, μολύβδου, αργύρου και ψευδαργύρου. Έχει την κυριότητα και διαχειρίζεται τα Μεταλλεία Κασσάνδρας που βρίσκονται στη Βόρεια Ελλάδα και περιλαμβάνουν τα μεταλλεία χρυσού στην Ολυμπιάδα και στις Σκουριές, καθώς και το μεταλλείο χαλκού-ψευδαργύρου στο Στρατώνι.

Πριν από το 2003, τα Μεταλλεία Κασσάνδρας αποτελούσαν ιδιοκτησία της εταιρείας TVX Hellas ΑΕ, η οποία τα είχε εξαγοράσει από το ελληνικό Δημόσιο το 1995 έναντι της τιμής των 11 δις Δραχμών (περί τα 39,8 εκατ. ευρώ). Το 2003, τα Μεταλλεία Κασσάνδρας μεταβιβάστηκαν από την TVX Hellas στο ελληνικό Δημόσιο έναντι 11 εκατ. ευρώ., ενώ την ίδια ημέρα, το ελληνικό Δημόσιο προέβη στην πώληση των εν λόγω μεταλλείων στην Ελληνικός Χρυσός έναντι 11 εκατ. ευρώ, χωρίς προηγούμενη εκτίμηση των στοιχείων ενεργητικού και χωρίς ανοιχτό διαγωνισμό.

Η Ελλάδα καθώς και η Ελληνικός Χρυσός ζήτησαν από το Γενικό Δικαστήριο της ακύρωση της απόφασης C(2011)1006 της Επιτροπής, με την οποία κηρύχθηκε ως παράνομη κρατική ενίσχυση η επιδότηση ύψους 15,34 εκατ. ευρώ που χορηγήθηκε από τις ελληνικές αρχές στην Ελληνικός Χρυσός, η οποία συνίστατο σε παραχώρηση της μεταλλευτικής εκμετάλλευσης της Κασσάνδρας έναντι τιμής χαμηλότερης της πραγματικής αγοραίας αξίας και στην απαλλαγή από τους φόρους για την πράξη αυτή και με την οποία διατάχθηκε η ανάκτηση του ποσού της επιδότησης, πλέον τόκων.

Υπενθυμίζεται ότι, κατόπιν προσφυγής παράβασης που άσκησε η Επιτροπή το 2012, το ΔΕΕ αποφάνθηκε στις 17/10/2013 (υπόθεση C-263/12) ότι η Ελλάδα παραλείποντας να λάβει, εντός των ταχθεισών προθεσμιών, όλα τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να ανακτήσει από την Ελληνικός Χρυσός την ενίσχυση που χορηγήθηκε επ’ ευκαιρία της πώλησης, από το Ελληνικό Δημόσιο, ακινήτων και κρίθηκε παράνομη και ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά με την απόφαση της Επιτροπής της 23ης Φεβρουαρίου 2011, παρέβη τις υποχρεώσεις της.