Πότε μπορούν τα παιδιά να αποκτούν δικό τους κινητό
Αποτελεί, ενδεχομένως, ένα από τα πιο σημαντικά ζητήματα για τους σημερινούς γονείς: πότε να δώσουν κινητό στο παιδί τους;
Χιλιάδες κίνδυνοι παραμονεύουν τους ανυποψίαστους ανήλικους στις σκοτεινές γωνιές του Διαδικτύου, καταστάσεις που ούτε και οι γονείς τους θα μπορούσαν να διαχειριστούν. Κι όμως, παιδιά Δημοτικού έχουν δικό τους κινητό ή tablet, ποστάρουν φωτογραφίες στο facebook, επικοινωνούν σε ομαδικές συνομιλίες στο viber, βλέπουν χωρίς έλεγχο video στο youtube. Την ίδια ώρα οι ενήλικες που είναι υπεύθυνοι για την προστασία τους, τα παρακολουθούν να κάθονται σχεδόν ακίνητα στον καναπέ ή στο κρεβάτι, ευγνωμονούντες για τα «δώρα της τεχνολογίας» που κάνουν πιο εύκολο το ρόλο τους. Στον εικονικό κόσμο, όμως, πολλά δεν είναι όπως φαίνονται και οι κίνδυνοι είναι μεγάλοι.
Σύμφωνα με το Κέντρο Ερευνών των ΗΠΑ, Influence Central, τα παιδιά παίρνουν κινητό από τους γονείς τους, κατά μέσο όρο, στην ηλικία των δέκα. Το 2012 η μέση ηλικία βρίσκοταν στα 12 έτη, ενώ η πάροδος του χρόνου σε συνδυασμό με την εξάπλωση της τεχνολογίας, ωθεί την ηλικία απόκτησης κινητού ακόμη χαμηλότερα. Όπως αναφέρει στους New York Times η Stacy DeBroff, Διευθύντρια του Influence Central, «θεωρώ ότι οι ηλικίες αυτές θα μειωθούν κι άλλο γιατί οι γονείς δεν θέλουν να δίνουν τα δικά τους κινητά στα παιδιά».
Οι ειδικοί υποστηρίζουν ότι όσο περισσότερο καθυστερεί ένας γονέας να δώσει στο παιδί του κινητό, τόσο καλύτερα. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι η ιδανική ηλικία είναι τα δώδεκα έτη, ενώ άλλοι τα 14, σύμφωνα με το δημοσίευμα των New York Times. Όλοι συμφωνούν, όμως, ότι τα κινητά έχουν αρνητική επίδραση στην εκπλήρωση των μαθητικών τους υποχρεώσεων, ενώ εκθέτουν τα παιδιά σε κινδύνους όπως το bullying, η σεξουαλική εκμετάλλευση και πολλούς άλλους. «Όσο περισσότερο μένει κλειστό το Κουτί της Πανδώρας, τόσο καλύτερα», αναφέρει ο Jesse Weinberger, ειδικός σε θέματα Ασφάλειας Διαδικτύου.
Από μικροί στους κινδύνους
Ο Weinberger, που έχει γράψει το βιβλίο «The Boogeyman Exists: And He’s in Your Child’s Back Pocket», πήρε συνεντεύξεις σε 70.000 παιδιά σε διάστημα 18 μηνών και ανακάλυψαν ότι το sexting ξεκινά από την Πέμπτη Δημοτικού, η κατανάλωση πορνογραφικού υλικού από τα οκτώ, ενώ η εξάρτηση από την πορνογραφία ξεκινά στα έντεκα.
Σε άλλη μελέτη, που δημοσιεύτηκε το 2016, από την Common Sense Media - μη κερδοσκοπική ερευνητική εταιρεία-, ερωτήθηκαν 1.240 γονείς και παιδιά και παραδέχτηκαν σε ποσοστό 50% ότι οι ανήλικοι είναι εξαρτημένοι από το κινητό τους. Καταγράφηκε επίσης το γεγονός ότι το 66% των γονέων θεωρεί ότι γίνεται κατάχρηση της συσκευής και σε αυτό συμφώνησε και το 52% των παιδιών. Επίσης, οι καυγάδες για τη χρήση του είναι καθημερινοί, τουλάχιστον για το 36% των οικογενειών.
Την ίδια ώρα, όμως, αρκετοί γονείς, για να αποφύγουν τις «αταξίες», προσπαθούν να κρατήσουν απασχολημένα τα παιδιά χρησιμοποιώντας το κινητό. Όπως αναφέρει στο CNN Greece η Σοφία Κουτελού, ψυχολόγος από το κέντρο συμβουλευτικής και ψυχολογικής υποστήριξης [RE]MIND, «επειδή η εικόνα είναι πολύ ελκυστική για τα μικρά παιδιά, τους προκαλεί διαρκώς μία επιιθυμία να βλέπουν βιντεάκια και άλλα. Δεν έχει παρατηρηθεί εθισμός σε αυτές τις ηλικίες, αλλά είναι ένα πρώτο βήμα για την εισαγωγή του παιδιού σε μία διαδικασία που αργότερα μπορεί να οδηγήσει και σε εξάρτηση». Σύμφωνα με την κα Κουτελού «το πιο σημαντικό είναι ο γονεϊκός έλεγχος και η θέσπιση ορίων από πολύ μικρή ηλικία. Όταν ένα παιδί το αφήνεις ανεξέλεγκτο στο κινητό ή στο tablet από πάρα πολύ μικρό δεν μπορείς σίγουρα να θεσπίσεις όρια αργότερα. Και για αυτό έχουμε πολλά παιδιά, πλέον, στην Ελλάδα εξαρτημένα από το Διαδίκτυο, τα παιχνίδια συν τους κινδύνους, όπως η αποπλάνηση. Τα παιδιά βρίσκονται εκτεθιμένα σε ένα πλαίσιο που είναι δυστυχώς ανεξέλεγκτο».
Η «μάστιγα» της απόσπασης προσοχής
Η κατάχρηση του κινητού έχει και άλλες επιπτώσεις στους λιλιπούτειους χρήστες του. Σύμφωνα με έρευνα του Pew Research Center στις ΗΠΑ, περισσότεροι από 2.400 εκπαιδευτικοί θεωρούν ότι οι μαθητές έχουν μεγαλύτερη δυσκολία συγκέντρωσης από προηγούμενες γενιές. Το 87% εξ αυτών συμφωνούν με την άποψη ότι οι ψηφιακές τεχνολογίες του σήμερα συμβάλλουν στη δημιουργία μίας γενιάς με προσοχή που αποσπάται εύκολα.
Η χρήση των κοινωνικών δικτύων και των μηνυμάτων στο κινητό συναποτελούν μία διαδικασία συνεχούς εξοικείωσης και επικοινωνίας με μικρά και σύντομα κείμενα. Οπως εξηγεί στο βραβευμένο βιβλίο «The Shallows» ο Νίκολας Καρ, η δυνατότητα της τεχνολογίας να προσαρμόζεται στις καθημερινές ρουτίνες των ανθρώπων κάνει ακόμη πιο δύσκολη τη διαδικασία σχηματισμού νέων μνημών. Σύμφωνα με τον Καρ, ο εγκέφαλος λειτουργεί όπως ο υπολογιστής: έχει την προσωρινή μνήμη για να εκτελεί τις τρέχουσες εργασίες και τη μεγαλύτερη και βαθύτερη μνήμη, στην οποία πρέπει να περάσουν οι πληροφορίες ούτως ώστε να απομνημονευθούν. Οπως αναφέρει ο Καρ, «οποιαδήποτε διάσπαση της προσοχής στις διεργασίες της προσωρινής μνήμης -όπως ο έλεγχος του mail ή η αποστολή ενός μηνύματος στο κινητό την ώρα που διαβάζετε ένα άρθρο- μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη διαγραφή των πληροφοριών προτού αυτές μεταφερθούν για απομνημόνευση». Ο νευροεπιστήμονας Μάικλ Μέρτσενιχ υποστηρίζει στο βιβλίο του Καρ ότι η τεχνολογία επαναπρογραμματίζει μαζικά τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί ο εγκέφαλός μας.
Η αμφιλεγόμενη πρακτική του multitasking
Στη σημερινή εποχή, η έννοια του «multitasking» (πολυ-επεξεργασία) αποτελεί το αντίβαρο στη μείωση της ικανότητας συγκέντρωσης και κατ’ επέκταση της εμβάθυνσης. Σύμφωνα με το βιβλίο του Ρίτσαρντ Γουάτσον, «Future Minds», η γενιά των «screenagers» - συνδυασμός στα αγγλικά των λέξεων οθόνη και έφηβος - αρέσκεται να κάνει πολλά πράγματα παράλληλα, να εξατομικεύει τις εμπειρίες της, να διαβάζει κείμενα με μη γραμμικό τρόπο, να βλέπει εικόνες και από αυτές να παίρνει τις «χίλιες λέξεις». Για τη γενιά αυτή η μνήμη είναι το πεδίο αναζήτησης του Google, ενώ οι προσωπικές σχέσεις περνούν μέσα από τις οθόνες. Οπως αναφέρει χαρακτηριστικά το βιβλίο, «η εικονικότητα διαγράφει την ανάγκη για απευθείας ανθρώπινη επαφή και αυτό σημαίνει ότι μία ολόκληρη γενιά ανατρέφεται προτιμώντας να αντιμετωπίζει μία μηχανή παρά έναν άνθρωπο». Η άγνοιά της για το παρελθόν διευρύνεται και μαζί της η ευρύτερη κατανόηση των κοσμοϊστορικών γεγονότων, την ώρα που ένα Like είναι αρκετό για ένα ευτυχισμένο παρόν.
Την ίδια ώρα, αναπτύσσεται η γενιά των «iKidz» που είναι σήμερα κάτω των 10 ετών και που στα πέντε τους χρόνια γνωρίζουν ήδη το Google ως ρήμα. Οπως καταγράφεται στο βιβλίο «Future Minds», αυτή είναι η γενιά που δεν μπορεί να ξεχωρίσει το εικονικό από το πραγματικό περιβάλλον. Η τεχνολογία και το Διαδίκτυο αποτελούν την παιδική χαρά και, δεδομένα, η πολυπραγμοσύνη θα αποτελέσει έμφυτο χαρακτηριστικό αυτής της νέας γενιάς. Αρκετοί μελετητές του εγκεφάλου και της ανθρώπινης συμπεριφοράς, όμως, αμφισβητούν την ύπαρξη της δυνατότητας εκτέλεσης πολλών εργασιών ταυτόχρονα. Οπως αναφέρει ο καθηγητής του ΜΙΤ και νευροεπιστήμονας Ερλ Μίλερ, «οι άνθρωποι δεν μπορούν να κάνουν πολλά πράγματα ταυτόχρονα και, όταν το πιστεύουν, απλώς ξεγελούν τον εαυτό τους». Σύμφωνα με τον δρα Μίλερ, αυτό που συμβαίνει είναι απλώς η μετακύλιση της προσοχής από τη μία δραστηριότητα στην επόμενη, δίχως να συμβαίνει τίποτα παραπάνω από ένα πράγμα την κάθε φορά. Οπως υποστηρίζει ο καθηγητής, «αλλάζοντας από τη μία εργασία στην άλλη, νομίζεις ότι έχεις στο μυαλό σου παράλληλα όσα πράγματα κάνεις. Στην πραγματικότητα, όμως, κάνεις μόνο ένα».
Η άλλη όψη του προβλήματος
Αναμφίβολα, οι οθόνες είναι γύρω μας για να μείνουν και η μόνη υγιής απάντηση είναι η προσπάθεια για καλύτερη δυνατή αξιοποίησή τους, η μετατροπή της σχέσης παθογένειας σε δημιουργίας. O ελληνικής καταγωγής καθηγητής παιδιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Ουάσιγκτον, Δημήτρης Χρηστάκης, έχει συνυπογράψει το βιβλίο «Elephant in the Living Room: Make Television Work for Your Kids» και έχει ασχοληθεί εκτεταμένα με τις επιπτώσεις των οθονών στην ανάπτυξη του παιδικού εγκεφάλου. Οι έρευνές του εστιάζουν στη δημιουργική ενασχόληση των παιδιών με τις οθόνες, ούτως ώστε να παράγονται επωφελή αποτελέσματα για την αναπτυξιακή διαδικασία. Oπως αναφέρει στο βιβλίου του, «υπάρχει αυτή η δυνατότητα και πρέπει να υπάρχει γιατί οι συσκευές αυτές δεν πρόκειται να φύγουν. Είναι εδώ και θα είναι μαζί μας για πολύ καιρό ακόμη. Τα παλιά και τα νέα μέσα αποτελούν μέρος της ζωής μας και η πραγματική ερευνητική ατζέντα είναι να βρούμε τους τρόπους να τα χρησιμοποιούμε με υγιές τρόπο. Για παράδειγμα, ζητάμε από τους γονείς να αντικαταστήσουν τα βίαια προγράμματα με ποιοτικά».
Oπως υποστηρίζει ο δρ. Χρηστάκης, σύμφωνα με τις έρευνες που έχει κάνει ο ίδιος και η επιστημονική του ομάδα, όσο περισσότερη τηλεόραση βλέπουν τα παιδιά κάτω από την ηλικία των τριών, τόσο πιθανότερο είναι να εμφανίσουν προβλήματα συγκέντρωσης στο σχολείο. Ειδικότερα, για κάθε ώρα που βλέπουν τηλεόραση ημερησίως, οι πιθανότητες εμφάνισης προβλήματος συγκέντρωσης αυξάνονται κατά 10%. Επίσης, καταγράφει ότι αν υπάρχει μεγαλύτερη διέγερση της διανοητικής διαδικασίας στα παιδιά, από δρασητριότητες όπως η ανάγνωση από τους γονείς, οι επισκέψεις σε μουσεία, κτλ., μειώνονται οι πιθανότητες εμφάνισης διάσπασης της προσοχής. Συγκεκριμένα, κάθε ώρα διέγερσης της διανοητικής διαδικασίας μειώνει την πιθανότητα κατά 30%. Αυτές είναι οι δύο όψεις του προβλήματος.
Στο ερευνητικό πεδίο του δρ. Χρηστάκη είναι και η χρήση tablets από παιδιά κάτω των δύο ετών. Και αν σε κάποιους μπορεί να φαντάζει υπερβολή, για τους πιο «φρέσκους γονείς» μάλλον αποτελεί μία διασκεδαστική πραγματικότητα, καθώς δεν αργούν τα παιδιά να πάρουν στα χέρια τους τα κινητά και τις ταμπλέτες πριν ακόμη... βγάλουν τις πάνες ή παρατήσουν την πιπίλα. Σύμφωνα με τον δρα Χρηστάκη, «ακόμη γνωρίζουμε πολύ λίγα σε σχέση με το πώς οι ταμπλέτες και οι υπόλοιπες διαδραστικές τεχνολογίες επηρεάζουν τις διανοητικές ικανότητες των παιδιών. Η έρευνα είναι αδύνατον να ανταγωνιστεί τους ρυθμούς με τους οποίους προχωρά η τεχνολογία και αυτές οι συσκευές είναι ιδιαίτερα δημοφιλείς. Κατά την άποψή μου, υπάρχει ένας έμμεσος και ένας άμεσος τρόπος με τον οποίο τα μέσα επηρεάζουν τη συμπεριφορά και την ανάπτυξη του παιδιού. Ο άμεσος βασίζεται στο περιεχόμενο που βλέπουν τα παιδιά και στις μορφές, τις πλατφόρμες με τις οποίες έρχεται σε επαφή με αυτό. Αυτό που βλέπουμε επηρεάζει τον τρόπο που ενεργούμε, τουλάχιστον στην περίπτωση των παιδιών. Ο έμμεσος τρόπος ορίζεται από τις δραστηριότητες που εκτοπίζονται. Για να το πω απλά, όσες ώρες ασχολούνται με τις οθόνες αφαιρούνται από άλλες δραστηριότητες, που δυνητικά θα μπορούσαν να είχαν αναπτυξιακά οφέλη».
Στην έρευνά του ο δρ. Χρηστάκης συγκρίνει την παρακολούθηση τηλεόρασης και την ενασχόληση με ταμπλέτες, εξετάζοντας στοιχεία όπως η διάδραση, η παραμετροποίηση, η πρόοδος, η φορητότητα, η ανάδραση και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι αν αυτοί ενυπάρχουν, τότε μπορεί να γίνει αποδεκτή η χρήση των ταμπλετών, «για μισή με μία ώρα ημερησίως. Τα μικρά παιδιά είναι ξύπνια 8 με 12 ώρες κάθε ημέρα. Υπάρχουν πολύ σημαντικά πράγματα για να κάνουν και να μάθουν σε αυτό το χρονικό διάστημα».