ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Άμεσο κλείσιμο της αξιολόγησης ζητά η Τράπεζα της Ελλάδος

Άμεσο κλείσιμο της αξιολόγησης ζητά η Τράπεζα της Ελλάδος

Στην ανάγκη άμεσης ολοκλήρωσης της αξιολόγησης αναφέρεται η Ενδιάμεση Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική 2016 που υποβλήθηκε σήμερα στον Πρόεδρο της Βουλής και το Υπουργικό Συμβούλιο. Οι προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος για την ελληνική οικονομία δείχνουν ανάκαμψη της δραστηριότητας από το δεύτερο εξάμηνο του 2016. Συγκεκριμένα, το 2016 αναμένεται οριακή αύξηση του ΑΕΠ της τάξεως του 0,1%. Για το 2017 προβλέπεται ρυθμός ανάπτυξης 2,5%, ο οποίος εκτιμάται ότι θα επιταχυνθεί στο 3% τα έτη 2018 και 2019.

Η έκθεση αναφέρει πως η απόφαση του Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου 2016 είναι ένα μικρό βήμα σε θετική κατεύθυνση στην πορεία ολοκλήρωσης του προγράμματος. Με την απόφαση αυτή υλοποιούνται οι δεσμεύσεις των εταίρων για μερική ελάφρυνση του χρέους μέσω της εφαρμογής των λεγόμενων βραχυπρόθεσμων μέτρων, όπως είχε συμφωνηθεί. Τα μέτρα αυτά αναμένεται να μειώσουν, σε βάθος χρόνου, το δημόσιο χρέος κατά 20 περίπου ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, καθώς και τις ετήσιες ακαθάριστες δανειακές ανάγκες του Ελληνικού Δημοσίου.

Από την άλλη πλευρά όμως τονίζει πως δεν επήλθε συμφωνία όσον αφορά την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του προγράμματος. Ο χρόνος που απομένει δεν είναι μεγάλος, εν όψει των επικείμενων εθνικών εκλογών σε αρκετές χώρες-μέλη της ευρωζώνης. Προκειμένου να μη χαθεί η θετική δυναμική που έχει αρχίσει να διαφαίνεται στην ελληνική οικονομία, η Τράπεζα της Ελλάδος προτρέπει τόσο τους εταίρους και τους θεσμούς όσο και την ελληνική κυβέρνηση να επιδείξουν ρεαλισμό και ευελιξία, να θέσουν στο περιθώριο ζητήματα που δημιουργούν σοβαρά προβλήματα στην εκτέλεση του προγράμματος και να τα επανεκτιμήσουν αφού οι διαφορές έχουν εξομαλυνθεί, με τελικό στόχο να μην παρεκκλίνουν από τα συμφωνηθέντα, ούτως ώστε να ολοκληρωθεί η αξιολόγηση το συντομότερο δυνατόν.

Οπως αναφέρεται στην έκθεση η επίτευξη του δημοσιονομικού αποτελέσματος του 2016 υπόκειται σε επισφάλειες, που συνδέονται με τις παρεμβάσεις προς την κατεύθυνση της δημοσιονομικής χαλάρωσης ύψους περίπου 0,4% του ΑΕΠ που εξήγγειλε η κυβέρνηση στις 8 Δεκεμβρίου του 2016. Οι παρεμβάσεις αυτές, μειώνουν σημαντικά το εκτιμώμενο περιθώριο ασφαλείας στην επίτευξη του στόχου του 2016. Παράλληλα, η εκτέλεση του Προϋπολογισμού του 2016 δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη και το τελικό αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης για το 2016 δεν έχει οριστικοποιηθεί.

Επιπροσθέτως, η ενδεχόμενη αναβολή των αποφάσεων για τη διατύπωση συγκεκριμένων μέτρων με στόχο τη διασφάλιση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους, εκ μέρους των εταίρων, θα αποτελούσε τροχοπέδη για τη βελτίωση των οικονομικών και επενδυτικών προοπτικών της χώρας και θα εξασθενούσε τις προοπτικές διατηρήσιμης πρόσβασης του Ελληνικού Δημοσίου και των ελληνικών επιχειρήσεων στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίων και κατ' επέκταση τις προοπτικές οριστικής εξόδου από την κρίση.

Σύμφωνα με την ΤτΕ η μέχρι τώρα πρόοδος στην εφαρμογή του προγράμματος είχε θετική επίδραση στη ρευστότητα και στο κλίμα εμπιστοσύνης και αντανακλάται στη θετική εξέλιξη του ΑΕΠ το γ’ τρίμηνο του έτους, τις θετικές δημοσιονομικές εξελίξεις αλλά και τη βελτίωση των αποτελεσμάτων των τραπεζών. Το γεγονός αυτό ενισχύει τις προοπτικές ανάκαμψης της οικονομίας και οριστικής εξόδου από την κρίση, όπως είχε επισημάνει η Τράπεζα της Ελλάδος στην Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής τον Ιούνιο του 2016. Αυτό είναι ιδιαίτερα χρήσιμο, αλλά και επιτακτικό, σε μία περίοδο έντονων εξωτερικών κλυδωνισμών και ενδεχόμενων κινδύνων. Η πρόοδος αυτή δεν πρέπει να ανακοπεί επ’ ουδενί λόγω.

Στη βάση αυτή αναφέρει πως η θετική δυναμική που έχει διαμορφωθεί στην οικονομία πρέπει να στηριχθεί και να παγιωθεί με την προσήλωση στους στόχους του προγράμματος και την επιτάχυνση στο ρυθμό εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων που έχουν συμφωνηθεί. Οι όποιες διαφορές πρέπει να εξομαλυνθούν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, σε πνεύμα καλής συνεργασίας με τους θεσμούς και τους εταίρους. «Η, με επιμονή και συνέπεια, εφαρμογή του προγράμματος διευκολύνει τη λήψη αποφάσεων για τα μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα μέτρα που θα διασφαλίσουν τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους και την ένταξη των ελληνικών κρατικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ. Κάτι τέτοιο θα προλειάνει το έδαφος για την πλήρη επάνοδο του Ελληνικού Δημοσίου και των ελληνικών επιχειρήσεων στις διεθνείς κεφαλαιαγορές», αναφέρεται χαρακτηριστικά .

Ισχυροποίηση της ανάπτυξης προβλέπεται το 2017

Σύμφωνα με την Κεντρική Τράπεζα στη διάρκεια των πρώτων μηνών του 2016 η οικονομία συνέχισε να επηρεάζεται από τους περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων, αλλά και από το αβέβαιο οικονομικό κλίμα των παρατεταμένων διαπραγματεύσεων. Στην αρνητική εξέλιξη του ΑΕΠ το α’ εξάμηνο του 2016 συνέβαλαν κυρίως η υποχώρηση της κατανάλωσης (ιδιωτικής και δημόσιας) και η κάμψη του εξωτερικού τομέα της οικονομίας, ενώ αντίθετα σε θετική κατεύθυνση κινήθηκαν οι επενδύσεις. Η ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης, ωστόσο, έθεσε τις βάσεις για τη βελτίωση των συνθηκών χρηματοδότησης και την ανάκαμψη της οικονομίας. Ταυτόχρονα, η επίλυση εκκρεμοτήτων που εντάχθηκαν στην πρώτη και δεύτερη αξιολόγηση ―όπως για παράδειγμα η ολοκλήρωση των ιδιωτικοποιήσεων των περιφερειακών αεροδρομίων και του πρώην αεροδρομίου του Ελληνικού― βοήθησε στη σταδιακή ενίσχυση του οικονομικού κλίματος.

Παρά τη μικτή εικόνα που παρουσιάζουν οι βραχυχρόνιοι δείκτες οικονομικής δραστηριότητας, τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το γ’ τρίμηνο του 2016 καταγράφουν σημαντική άνοδο του ΑΕΠ κατά 0,8% έναντι του β’ τριμήνου και κατά 1,8% έναντι του αντίστοιχου τριμήνου του 2015, εξέλιξη που σηματοδοτεί την επάνοδο της οικονομίας σε ανοδική τροχιά, καθώς στο εννεάμηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2016 το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 0,2% έναντι της αντίστοιχης περιόδου του 2015. Η αύξηση του ΑΕΠ το εν λόγω εννεάμηνο οφείλεται στην αύξηση των ακαθάριστων επενδύσεων και την ανάκαμψη της κατανάλωσης, ενώ αρνητικά επέδρασαν οι καθαρές εξαγωγές.

Οι προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος για την ελληνική οικονομία δείχνουν ανάκαμψη της δραστηριότητας η οποία ξεκινά από το β’ εξάμηνο του 2016 και συνεχίζεται, επιταχυνόμενη, στα έτη 2017, 2018 και 2019. Συγκεκριμένα, το 2016 αναμένεται οριακή αύξηση του ΑΕΠ της τάξεως του 0,1%. Για το 2017 προβλέπεται ρυθμός ανάπτυξης 2,5%, ο οποίος εκτιμάται ότι θα επιταχυνθεί στο 3% τα έτη 2018 και 2019, βασιζόμενος στην άνοδο των επενδύσεων, της κατανάλωσης και των εξαγωγών.

Σε τροχιά προς ένα νέο, εξωστρεφές αναπτυξιακό πρότυπο

Εξετάζοντας την πορεία της οικονομίας από μια πιο μακρόπνοη σκοπιά σύμφωνα με την ΤτΕ προκύπτει σαφώς ότι από την αρχή της κρίσης η Ελλάδα έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο όσον αφορά τη διόρθωση των δημοσιονομικών και εξωτερικών ανισορροπιών της που την οδήγησαν στην κρίση. Ειδικότερα, επιτεύχθηκαν:

• Αξιοσημείωτη δημοσιονομική προσαρμογή, καθώς η βελτίωση του “διαρθρωτικού” πρωτογενούς δημοσιονομικού αποτελέσματος την περίοδο 2009-2015 κατά 17 ποσοστιαίες μονάδες του δυνητικού ΑΕΠ ήταν διπλάσια από την προσαρμογή που πέτυχαν άλλα κράτη-μέλη τα οποία εφάρμοσαν προγράμματα της ΕΕ-ΔΝΤ.

• Πλήρης ανάκτηση της απώλειας διεθνούς ανταγωνιστικότητας σε όρους κόστους εργασίαςπου είχε καταγραφεί μεταξύ 2000 και 2009.

• Εξάλειψη του ελλείμματος στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών, με τη συνολική βελτίωση την περίοδο 2008-2015 να ξεπερνά τις 15 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ.

• Ανακεφαλαιοποίηση και αναδιάρθρωση του τραπεζικού συστήματος, με αποτέλεσμα να αντεπεξέλθει με επιτυχία στην κρίση και τη φυγή των καταθέσεων.

• Σημαντικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στις αγορές εργασίας και προϊόντων, καθώς και στη δημόσια διοίκηση.

Ως αποτέλεσμα των ανωτέρω αλλαγών, αναμένεται να ενισχυθεί το αναπτυξιακό δυναμικό της ελληνικής οικονομίας μακροπρόθεσμα μέσω της ταχύτερης ανόδου της παραγωγικότητας της εργασίας και της αύξησης της απασχόλησης.

Οι αλλαγές που έχουν έως τώρα εφαρμοστεί έχουν συντελέσει στη διαφαινόμενη αναδιάρθρωση της οικονομίας προς ένα νέο, εξωστρεφές αναπτυξιακό πρότυπο, που βασίζεται στους τομείς των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών και στην αύξηση του μεριδίου των εξαγωγών στο ΑΕΠ. Οι ενδείξεις που υπάρχουν είναι ήδη βάσιμες και επιτρέπουν την εκτίμηση ότι η πορεία αναδιάρθρωσης θα επιταχυνθεί, αν εφαρμοστούν και όσες μεταρρυθμίσεις απομένουν.

Προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπιστούν

Η ΤτΕ αναφέρει πως παρά τη σημαντική πρόοδο που έχει σημειωθεί τα τελευταία χρόνια και την ανάκτηση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας σε όρους κόστους εργασίας, δεν έχει επιτευχθεί αντίστοιχη πρόοδος στην ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας σε όρους τιμών. Επίσης, παρά την έως τώρα βελτίωση της ανταγωνιστικότητας κόστους, οι εξαγωγές αγαθών υπολείπονται του επιπέδου που θα αναμενόταν με βάση τις ιστορικές συσχετίσεις μεταξύ των μεγεθών. Αυτό μπορεί σε μεγάλο βαθμό να αποδοθεί στην έλλειψη επαρκούς χρηματοδότησης, στο υψηλότερο κόστος μακροπρόθεσμου δανεισμού, στην αυξημένη αβεβαιότητα, καθώς και στο ότι οι μεταρρυθμίσεις στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών και η εξάλειψη των ποικίλων αντικινήτρων στην επενδυτική δραστηριότητα έχουν καθυστερήσει σε σχέση με τις μεταρρυθμίσεις που έχουν ήδη γίνει στην αγορά εργασίας.

Η επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων αναμένεται να ενισχύσει την ανάκαμψη και την αναδιάρθρωση της οικονομίας υπέρ των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών και την αύξηση των εξαγωγών. Απαιτείται όμως παράλληλα και βελτίωση της χρηματοδότησης και της ρευστότητας της οικονομίας, καθώς και η εξάλειψη των επενδυτικών αντικινήτρων, προκειμένου να ενισχυθούν οι επενδύσεις και να αυξηθεί η εξαγωγική βάση αλλά και το (χαμηλό) τεχνολογικό περιεχόμενο των εξαγώγιμων αγαθών. Προϋπόθεση για αυτό είναι η εύρυθμη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος, με προτεραιότητα την αποτελεσματική διαχείριση του υψηλού αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Αυτό θα επιδράσει θετικά στην οικονομική δραστηριότητα και την παραγωγικότητα μέσω της αύξησης της προσφοράς τραπεζικών δανείων και της μείωσης των επιτοκίων δανεισμού για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Παράλληλα, κατά τη διαδικασία αντιμετώπισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, αφενός θα βελτιωθούν περαιτέρω οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών και αφετέρου θα απελευθερωθούν πόροι οι οποίοι, εφόσον διοχετευθούν προς τις πιο παραγωγικές επιχειρήσεις και κλάδους, θα οδηγήσουν μακροπρόθεσμα στην αναδιάρθρωση της οικονομίας και την αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας.

Με βάση τα μέχρι σήμερα διαθέσιμα στοιχεία, το 2016 οι τραπεζικές καταθέσεις των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων, των νοικοκυριών και των κατοίκων εξωτερικού κατέγραψαν σωρευτική καθαρή εισροή. Με βάση τους ετήσιους ρυθμούς μεταβολής, σημαντική ήταν η άνοδος των καταθέσεων μίας ημέρας. Καταγράφηκαν ανακαταθέσεις τραπεζογραμματίων στις τράπεζες αξιόλογου ύψους και σε ορισμένες περιπτώσεις επιστροφή κεφαλαίων από το εξωτερικό.

Τους πρώτους εννέα μήνες του 2016, οι ελληνικές εμπορικές τράπεζες και οι όμιλοί τους εμφάνισαν οριακά κέρδη προ φόρων μετά από μια σειρά ζημιογόνων χρήσεων. Και στα τρία τρίμηνα του τρέχοντος έτους, τα καθαρά έσοδα διαμορφώθηκαν σε επίπεδο υψηλότερο εκείνου του σχηματισμού προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο.

Επίσης, για πρώτη φορά από τις αρχές της κρίσης, παρατηρήθηκε μείωση του ύψους των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (με βάση τον ορισμό της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών – EBA) σε απόλυτα μεγέθη. Παράλληλα, το ποσοστό κάλυψης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων από τις συσσωρευμένες προβλέψεις για τον πιστωτικό κίνδυνο παραμένει περίπου στο 50%, ενώ, αν προστεθεί στις συσσωρευμένες προβλέψεις και η αξία των εξασφαλίσεων που έχουν ληφθεί από τις τράπεζες έναντι των εν λόγω δανείων, τότε το ποσοστό κάλυψης προσεγγίζει το 100%. Θετική εξέλιξη αποτέλεσε και η υποχώρηση του λόγου μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων προς το άθροισμα του αποθέματος των προβλέψεων συν τα εποπτικά ίδια κεφάλαια (δείκτης Texas) κατά 15 ποσοστιαίες μονάδες σε 126%, ποσοστό ωστόσο που παραμένει υψηλό και διπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου.

Όσον αφορά την κεφαλαιακή επάρκεια, το Σεπτέμβριο του 2016 ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών (Common Equity Tier 1 – CET1), σε ενοποιημένη βάση, ανήλθε σε 18,1% (Δεκέμβριος 2015: 16,3%) και ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας σε 18,2% (Δεκέμβριος 2015: 16,5%).

Ως απόρροια των παραπάνω θετικών παραμέτρων, πρόσφατα ο οίκος αξιολόγησης Μoody’s αναβάθμισε τις προοπτικές των ελληνικών τραπεζών σε “σταθερές” από “αρνητικές”, λόγω βελτίωσης στη χρηματοδότηση και στην κερδοφορία τους.

Κατά την ΤτΕ ο βασικός παράγοντας ο οποίος θα βαρύνει στην ανάκαμψη της πιστοδοτικής δραστηριότητας των ελληνικών τραπεζών είναι η αποτελεσματικότητα στην αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, η οποία αποτελεί την κυριότερη πρόκληση που καλείται να αντιμετωπίσει ο τραπεζικός κλάδος. Ο λόγος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων προς το σύνολο των ανοιγμάτων των εγχώριων τραπεζών σε ατομική βάση σταθεροποιήθηκε στο 45,2% κατά τους πρώτους εννέα μήνες του 2016. Ιδιαιτέρως υψηλά είναι τα ποσοστά των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων μεταξύ των χρηματοδοτήσεων προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τους επαγγελματίες και μάλιστα στους επιμέρους κλάδους της εστίασης, της κλωστοϋφαντουργίας, της βιομηχανίας χάρτου και ξύλου, όπως και στους κλάδους των κατασκευών και του εμπορίου.

Διαπιστώνεται ότι έχει σημειωθεί πρόοδος στην αντιμετώπιση αυτής της κρισιμότερης πρόκλησης για το εγχώριο τραπεζικό σύστημα. Ειδικότερα, οι τράπεζες προχώρησαν στη διάρκεια του εννεαμήνου του 2016 σε αύξηση στη ρύθμιση των μη εξυπηρετούμενων οφειλών κατά 11,3%, επιλέγοντας μάλιστα στην πλειοψηφία των περιπτώσεων ρυθμίσεις με μακροπρόθεσμη προοπτική, οι οποίες πλέον αντιστοιχούν στο 44% περίπου του συνόλου των ρυθμίσεων και οριστικών διευθετήσεων οφειλών.

Εξάλλου, θεσπίστηκε υποχρέωση των τραπεζών να ακολουθούν επιχειρησιακούς στόχους (αποτελεσμάτων και δράσεων) σχετικούς με τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων τους. Οι στόχοι αυτοί συμφωνήθηκαν τον Ιούνιο του 2016 μετά από διαβούλευση της Τράπεζας της Ελλάδος και της ΕΚΤ με τις τέσσερις συστημικές τράπεζες και αφορούν την περίοδο από το β’ τρίμηνο του 2016 έως το 2019. Όπως προκύπτει από την πρώτη Έκθεση για τους επιχειρησιακούς στόχους μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων που πρόσφατα δημοσίευσε η Τράπεζα της Ελλάδος, οι συστημικές τράπεζες δεσμεύθηκαν για μείωση του ποσοστού των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων κατά περίπου 38% (ή περίπου 40 δισεκ. ευρώ) μέχρι το τέλος του 2019. Η μείωση αυτή θα επιτευχθεί μέσω μακροπρόθεσμων ρυθμίσεων και οριστικών διευθετήσεων, επιλεκτικών διαγραφών δανείων, ρευστοποίησης εξασφαλίσεων και μεταβιβάσεων δανείων.

Παράλληλα, νομοθετήθηκαν μέτρα που αφορούν την επιτάχυνση των εν γένει διαδικασιών στα δικαστήρια και την απλοποίηση των διαδικασιών εξυγίανσης και ειδικής εκκαθάρισης επιχειρήσεων, την προστασία των ευάλωτων δανειοληπτών ταυτόχρονα με μέτρα κατά των στρατηγικών κακοπληρωτών και, τέλος, τη δυνατότητα ανάθεσης, από τις τράπεζες, της διαχείρισης ή και μεταβίβασης μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων τους σε ειδικές γι’ αυτό το σκοπό εταιρίες, οι οποίες αδειοδοτούνται βάσει αυστηρών κριτηρίων από την Τράπεζα της Ελλάδος.

Ως προς το τελευταίο, η Τράπεζα της Ελλάδος θέσπισε με τις Πράξεις Εκτελεστικής Επιτροπής 82/2016 και 95/2016 το ρυθμιστικό πλαίσιο αδειοδότησης και εποπτείας των εταιριών διαχείρισης και απόκτησης απαιτήσεων. Υπενθυμίζεται ότι οι εταιρίες που θα επιλέξουν να δραστηριοποιηθούν στην αγορά αυτή θα υπόκεινται σε αυστηρούς κανόνες όσον αφορά την προστασία των πιστούχων (νοικοκυριών και επιχειρήσεων) και θα πρέπει να συμμορφώνονται με τα προβλεπόμενα από τον Κώδικα Δεοντολογίας.

Κίνδυνοι για την ανάκαμψη της οικονομίας

Παρά τις θετικές ενδείξεις που καταγράφονται σήμερα και την πρόοδο που έχει επιτευχθεί, εξακολουθούν να υπάρχουν κίνδυνοι για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.

Ο σημαντικότερος και αμεσότερος κίνδυνος είναι η μη έγκαιρη κατάληξη των διαπραγματεύσεων για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του προγράμματος, δεδομένων των εθνικών εκλογικών αναμετρήσεων σε μία σειρά από χώρες-μέλη της ευρωζώνης στο άμεσο μέλλον.

Επιπλέον, η επίτευξη του δημοσιονομικού αποτελέσματος του 2016 υπόκειται σε επισφάλειες, που συνδέονται με τις παρεμβάσεις προς την κατεύθυνση της δημοσιονομικής χαλάρωσης ύψους περίπου 0,4% του ΑΕΠ που εξήγγειλε η κυβέρνηση στις 8 Δεκεμβρίου του 2016. Οι παρεμβάσεις αυτές, οι οποίες έγιναν μετά την εκτύπωση της παρούσας Έκθεσης, μειώνουν σημαντικά το εκτιμώμενο περιθώριο ασφαλείας στην επίτευξη του στόχου του 2016. Παράλληλα, η εκτέλεση του Προϋπολογισμού του 2016 δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη και το τελικό αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης για το 2016 δεν έχει οριστικοποιηθεί.

Επίσης, ενδεχόμενη αναβολή των αποφάσεων για τη διατύπωση συγκεκριμένων μέτρων με στόχο τη διασφάλιση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους, εκ μέρους των εταίρων, θα αποτελούσε τροχοπέδη για τη βελτίωση των οικονομικών και επενδυτικών προοπτικών της χώρας και θα εξασθενούσε τις προοπτικές διατηρήσιμης πρόσβασης του Ελληνικού Δημοσίου και των ελληνικών επιχειρήσεων στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίων και κατ’ επέκταση τις προοπτικές οριστικής εξόδου από την κρίση.

Στο εσωτερικό εξακολουθούν να υφίστανται πολλά εμπόδια που επιβαρύνουν το επιχειρηματικό κλίμα και δυσχεραίνουν την υλοποίηση επενδύσεων. Ορισμένα από αυτά συνδέονται με τις γραφειοκρατικές διαδικασίες της κεντρικής διοίκησης, αλλά αφορούν και τα προσκόμματα που θέτουν διάφορα μικρά ή μεγάλα κατεστημένα συμφέροντα και παράγοντες της τοπικής αυτοδιοίκησης. Ως αποτέλεσμα των ανωτέρω, καθυστερούν σημαντικές επενδύσεις. Αν δεν αντιμετωπιστούν αυτά τα εμπόδια που στην πράξη αποθαρρύνουν τις επενδύσεις, τότε οι προοπτικές ανάκαμψης της οικονομίας μπορεί να μην επιβεβαιωθούν, καθώς ένας από τους βασικούς πυλώνες ανάπτυξης της οικονομίας τα επόμενα χρόνια είναι η προσδοκώμενη άνοδος των επενδύσεων.

Λαμβάνοντας υπόψη ότι η δημοσιονομική προσαρμογή στηρίζεται ως επί το πλείστον σε μέτρα από την πλευρά των εσόδων, υπάρχει ο κίνδυνος η αυξημένη φορολόγηση να έχει μεγαλύτερες του αναμενομένου αρνητικές συνέπειες στην οικονομική δραστηριότητα. Συνεπώς, θα ήταν ευκταία η βελτίωση του μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής.

Παρά τα αξιοσημείωτα βήματα προόδου και την αναβάθμιση του σχετικού θεσμικού και νομοθετικού πλαισίου, υπάρχουν ακόμη ορισμένα κενά στο νομοθετικό πλαίσιο για το δραστικό περιορισμό του όγκου των μη εξυπηρετούμενων δανείων, με πιθανές αρνητικές επιπτώσεις στη δυνατότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων να χρηματοδοτήσουν νέες επενδύσεις.

Τέλος, υπάρχουν σημαντικοί κίνδυνοι για την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας και την ανάκαμψη του παγκόσμιου εμπορίου, που οφείλονται, μεταξύ άλλων, στην άνοδο του λαϊκισμού και της αντιευρωπαϊκής ρητορικής, στην αύξηση της πολιτικής αβεβαιότητας σε αρκετές ανεπτυγμένες χώρες, στην έξαρση του προστατευτισμού διεθνώς και σε ενδεχόμενη επιδείνωση της προσφυγικής κρίσης. Αυτοί οι κίνδυνοι θα μπορούσαν να επιβραδύνουν την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, αφενός μέσω αρνητικών επιπτώσεων στον τουρισμό και το εμπόριο και αφετέρου μέσω της βραδύτερης του αναμενομένου αποκλιμάκωσης των αποδόσεων των ελληνικών κρατικών ομολόγων εξαιτίας της απροθυμίας των διεθνών επενδυτών να αναλάβουν κινδύνους.

Προϋποθέσεις για την ανάκαμψη

Για να αντιμετωπιστούν οι παραπάνω κίνδυνοι, να διορθωθούν προηγούμενες αποκλίσεις και να επαληθευθούν οι θετικές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας για το 2017, απαιτούνται συγκεκριμένες και συντονισμένες ενέργειες. Ενδεικτικά απαιτούνται τα εξής:

1. Επίδειξη ρεαλισμού και ευελιξίας τόσο από τους εταίρους και τους θεσμούς όσο και από την ελληνική πλευρά, με τελικό στόχο την έγκαιρη κατάληξη της δεύτερης αξιολόγησης του προγράμματος.

2. Επιτάχυνση του ρυθμού εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων. Η κυβέρνηση θα πρέπει να παραμείνει προσηλωμένη στην έγκαιρη υλοποίηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων που έχουν συμφωνηθεί με τους θεσμούς. Γι’ αυτό θα πρέπει να αρθούν τα εμπόδια που αντιμετωπίζουν ακόμη και ιδιωτικοποιήσεις που έχουν ήδη εγκριθεί.

3. Αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων. Το 2016 υιοθετήθηκαν πολλές μεταρρυθμίσεις του θεσμικού πλαισίου και άρχισαν να ακολουθούνται πρακτικές που θα βοηθήσουν αποφασιστικά στο άμεσο μέλλον στην αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στους ισολογισμούς των τραπεζών. Παρ’ όλα αυτά, το μέγεθος του προβλήματος δεν έχει επιτρέψει σημαντική ενίσχυση της διαμεσολαβητικής δραστηριότητας του ελληνικού τραπεζικού συστήματος και τη στήριξη με ικανή χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας.

Συνεπώς, πέρα από τις έως τώρα προσπάθειες των τραπεζών και τις αλλαγές στο νομοθετικό και ρυθμιστικό πλαίσιο που έχουν ήδη δρομολογηθεί, απαιτούνται μεταξύ άλλων:

• Εισαγωγή πλαισίου για την εξωδικαστική διευθέτηση οφειλών, ώστε να διασφαλίζεται ταχεία, αποτελεσματική και διαφανής αντιμετώπιση για τα χρέη προς τον ιδιωτικό αλλά και το δημόσιο τομέα.

• Τροποποίηση στη νομοθεσία για ζητήματα που σχετίζονται:

  • με τη φορολογική μεταχείριση των προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο και των διαγραφών δανείων,
  • με τα δικαιώματα των πιστωτών έναντι των μη συνεργαζόμενων μετόχων κατά την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων,
  • με τη νομική προστασία των στελεχών των τραπεζών και δημόσιων φορέων κατά την εξυγίανση επιχειρήσεων και
  • με τη διαμόρφωση ασφαλούς και αποτελεσματικού πλαισίου αντιμετώπισης κοινών οφειλετών σε περισσότερες από μία τράπεζες.

Η πιο ενεργητική πολιτική διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων από την πλευρά των τραπεζών, σε συνδυασμό με την πλήρη υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που έχουν νομοθετηθεί και την αντιμετώπιση των επιμέρους θεσμικών εμποδίων που έχουν εντοπιστεί, θα βελτιώσει την ποιότητα του ενεργητικού, την κερδοφορία και τη ρευστότητα του τραπεζικού συστήματος. Αυτό θα οδηγήσει στην ενίσχυση της χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας, συμβάλλοντας στη δημιουργία νέων επιχειρήσεων και θέσεων εργασίας, στην προσέλκυση επενδύσεων και εν γένει στην οικονομική ανάπτυξη.

4. Αντιμετώπιση του προβλήματος του υψηλού δημόσιου χρέους και ρεαλιστική αναπροσαρμογή των δημοσιονομικών στόχων. Η υλοποίηση συγκεκριμένων μέτρων που θα εξασφαλίζουν τη μακροχρόνια βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους θα ενισχύσει την αξιοπιστία και την αποδοχή των ασκούμενων πολιτικών, θα συμβάλει στην παγίωση της εμπιστοσύνης και στην ενίσχυση της οικονομικής ανάκαμψης και θα διευκολύνει τη διατηρήσιμη επιστροφή στις χρηματοπιστωτικές αγορές μετά τη λήξη του προγράμματος.

Παράλληλα, σύμφωνα με εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, είναι εφικτή η μείωση του δημοσιονομικού στόχου από το 2018 και έπειτα σε πρωτογενές πλεόνασμα 2,0% του ΑΕΠ (από 3,5%), εάν συνδυαστεί με ήπια μέτρα ελάφρυνσης του χρέους. Τα χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα, σε συνδυασμό με την υλοποίηση των συμφωνηθεισών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, θα δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για τη σταδιακή μείωση της φορολογίας, γεγονός που εκτιμάται ότι θα έχει θετικές πολλαπλασιαστικές επιδράσεις στην οικονομική ανάπτυξη.

5. Αλλαγή στο μίγμα της δημοσιονομικής προσαρμογής ώστε να καταστεί πιο φιλικό προς την επιχειρηματικότητα και την ανάπτυξη. Κάτι τέτοιο μπορεί να επιτευχθεί αν δοθεί περισσότερη έμφαση στην περικοπή μη παραγωγικών δαπανών, στην αποτελεσματική διαχείριση της δημόσιας περιουσίας και στην ενίσχυση της αποτελεσματικότητας του δημόσιου τομέα, και ιδιαιτέρως του φοροεισπρακτικού μηχανισμού, με παράλληλη μείωση των φορολογικών συντελεστών.

6. Αντιμετώπιση του προβλήματος της μακροχρόνιας ανεργίας. Οι ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης και τα προγράμματα κατάρτισης μπορούν να υποβοηθήσουν το στόχο της μείωσης της ανεργίας, ιδιαίτερα σε κοινωνικές ομάδες που αντιμετωπίζουν το πιο σοβαρό πρόβλημα. Παράλληλα, η συνεπής εφαρμογή του σχεδίου δράσης για την αδήλωτη εργασία θα ενισχύσει τη νόμιμη εργασία, με θετικές συνέπειες στις εισφορές προς τα ασφαλιστικά ταμεία, ενώ θα διασφαλίσει και τον υγιή ανταγωνισμό των επιχειρήσεων.

7. Χαλάρωση και τελικά άρση των περιορισμών που απομένουν στην κίνηση κεφαλαίων. Η σταδιακή χαλάρωση και τελικά η άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, η οποία θα επέλθει με τη βελτίωση του κλίματος εμπιστοσύνης και της ρευστότητας, αναμένεται να συμβάλει στην εξομάλυνση των οικονομικών συνθηκών, διευκολύνοντας τόσο τις επιχειρήσεις όσο και τα φυσικά πρόσωπα στις συναλλαγές τους.