ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ

Η Dell εξαγοράζει την EMC με 67 δισ. δολάρια και σπάει όλα τα ρεκόρ

Η Dell εξαγοράζει την EMC με 67 δισ. δολάρια και σπάει όλα τα ρεκόρ
Ο Joseph Tucci και ο Michael Dell δίνουν τα χέρια για το μεγαλύτερο ντιλ στην ιστορία του κλάδου πληροφορικής Dell

Αναστάτωση προκαλεί στον κόσμο της τεχνολογίας η εξαγορά της EMC με 67 δις. δολάρια από τη Dell, σε μια συγκυρία όπου οι συγχωνεύσεις δεν φαίνεται να αποτελούν τον κανόνα, αν κρίνει κανείς από την επικείμενη διάσπαση της Hewlett Packard ή την απόσχιση (spin-off) της PayPal από την EBay.

Το ντιλ έρχεται τρία σχεδόν χρόνια μετά την απόφαση της Dell να βγει εκτός χρηματιστηρίου και φαίνεται να οριστικοποιεί το πέρασμά της, από μία κλασική κατασκευάστρια υπολογιστών, σε πάροχο ψηφιακών υπηρεσιών.

Σε μια εποχή όπου, παρά τα ανεπανάληπτα επίπεδα πλεονάζουσας ρευστότητας, η παγκόσμια οικονομία παραμένει ασταθής, το ύψος της μεγαλύτερης συμφωνίας στην ιστορία του κλάδου πληροφορικής αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα.

Τρεις δεκαετίες Dell

Από τη μία πλευρά, βρίσκεται η τρίτη μεγαλύτερη και μιας από τις πιο ιστορικές κατασκευάστριες υπολογιστών στον κόσμο. Από την ίδρυσή της το 1984, η Dell πρωταγωνιστούσε για πολλά χρόνια στην αγορά προσωπικών υπολογιστών, καθώς ο ιδρυτής της Μάικλ Ντελ (Michael Dell) εισήγαγε στρατηγικές καθετοποίησης, με τις οποίες παρέκαμψε τους μεσάζοντες, διαθέτοντας τα προϊόντα του απευθείας στους πελάτες, χωρίς βέβαια να διακριθεί γι' αυτό που αργότερα έγινε η καραμέλα των νέων τεχνολογιών, την καινοτομία.

Το 1988 η Dell εισήχθη στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, το 1992 ο Ντελ έγινε ο νεότερος CEO στην ιστορία των πλουσιότερων της λίστας Fortune, στα μέσα του ’90 η επιχείρησή του επεκτάθηκε στην αγορά των server, το 1996 άρχισε να πουλά υπολογιστές μέσω ίντερνετ και το 2001 η Dell αναδείχθηκε η μεγαλύτερη πωλήτρια PC στον κόσμο.

Από τότε ξεκίνησε η αντίστροφη πορεία. Επιμένοντας στο hardware, η Dell είδε τους ανταγωνιστές της να επεκτείνονται στις αγορές software και υπηρεσιών. Τα τελευταία χρόνια, το μερίδιο της Dell στην παγκόσμια αγορά υπολογιστών έχει κάτσει στο 14%, καθώς υστερεί στον ανταγωνισμό απέναντι στις Hewlett-Packard και Lenovo. Σαν να μην έφτανε αυτό, η άλλοτε προνομιακή για εκείνη αγορά desktop εξακολουθεί να υποχωρεί έναντι των ανερχόμενων αγορών smartphone και laptop και των νέων δεδομένων από την αλλαγή παραδείγματος που επέφερε στην τεχνολογία η επανεμφάνιση του Στιβ Τζομπς (Steve Jobs) και η κυριαρχία της Apple.

Στις αρχές του 2013, ο Ντελ ανακοίνωσε πως αποσύρει από το χρηματιστήριο τις μετοχές της εταιρείας που ο ίδιος είχε στήσει με 1.000 δολάρια σε ηλικία 19 ετών. Μετά από πολύχρονες μάχες στο διοικητικό συμβούλιο για τον έλεγχο της εισηγμένης επιχείρησης, αλλά και τις πιο πρόσφατες πιέσεις του ακτιβιστή μετόχου Καρλ Άικαν (Carl Ichan), ο Ντελ εξαγόρασε τα μερίδια των υπόλοιπων μετόχων, αυξάνοντας το ποσοστό του στο μετοχικό της κεφάλαιο, από 16% σε 72%.

Εκείνο το ντιλ θα κόστιζε, τελικά, 24,9 δισ. δολάρια σε ρευστό και μερίσματα, που συγχρηματοδοτήθηκαν από το ιδιωτικό επενδυτικό κεφάλαιο Silver Lake Partners και την MSD Capital (συμφερόντων της οικογένειας Ντελ), συν 2 δισ. δολάρια ενός διόλου ευκαταφρόνητου δανείου από τη Microsoft, η οποία διασφάλισε έτσι έναν πατροπαράδοτο οίκο για τα «παράθυρά» της.

Η μάχη της αποθήκευσης

Από την άλλη πλευρά, βρίσκεται η μεγαλύτερη παγκοσμίως εταιρεία παροχής υπηρεσιών διαχείρισης και αποθήκευσης δεδομένων, η οποία τυχαίνει να κατέχει το 81% της VMware. Στον κόσμο της τεχνολογίας, η τελευταία είναι συνώνυμη με το λογισμικό εικονικοποίησης (virtualization), δηλαδή τη δυνατότητα μιας συσκευής να λειτουργεί ως πολλαπλές συσκευές μέσω ενός ενιαίου συστήματος κεντρικής διαχείρισης υπολογιστών - κάτι που για τις επιχειρήσεις συνεπάγεται χαμηλότερο κόστος και μεγιστοποιημένο χώρο.

Η αξίας 50,8 δισ. δολαρίων EMC αντιμετώπισε κι αυτή προβλήματα πέρυσι. Ο ανταγωνισμός στον χώρο των cloud υπολογιστικών συστημάτων, από εταιρείες όπως η Amazon, αλλά και οι διαρκείς ακτιβιστικές επιθέσεις του hedge fund Elliott Management που επιχείρησε τη διάσπασή της, έδειξαν στην γηραιά EMC πως τίποτα δεν είναι δεδομένο.

Φέτος, η μετοχή της EMC έχει υποχωρήσει 12,7% και οι αγορές παρακολουθούν με ενδιαφέρον αν ο παλαίμαχος πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλός της, Τζόζεφ Τούτσι (Joseph Tucci), μπορεί να αντέξει στις πιέσεις.

Είναι πολλά τα λεφτά

Και στη μέση βρίσκονται οι συνήθεις ύποπτοι. Όπως αναφέρεται στη σχετική ανακοίνωση, ανάδοχοι της συμφωνίας είναι οι Barclays, Bank of America / Merrill Lynch, Citi, Credit Suisse, Deutsche Bank, Goldman Sachs, JPMorgan, RBC Capital Markets. Εκτός από τις χρηματοοικονομικές τους συμβουλές, τα παραπάνω ευαγή ιδρύματα θα παρέχουν στη Dell δάνεια, τα οποία αναμένεται να αγγίξουν τα 40 δισ. δολάρια, όπως εκτιμούν παράγοντες της αγοράς, μιλώντας στο CNN Money.

Με την πολυθρύλητη αύξηση των επιτοκίων από τη Fed, που αναπόφευκτα θα σπρώξει προς τα πάνω τα κόστη δανεισμού, αναμένονται χρυσές δουλειές για τις τράπεζες εκείνες που τα τελευταία χρόνια έχουν εμπλακεί σε κάθε είδους δικαστική διαμάχη με τις ρυθμιστικές αρχές σε ΗΠΑ και Ευρώπη.

Πέραν από την έκδοση νέου χρέους, η συμφωνία θα χρηματοδοτηθεί, μέσω έκδοσης νέων κοινών μετοχών, από τους Michael Dell, MSD Partners (συνεργάτες του Ντελ στην MSD Capital), και Silver Lake, που συμμετείχαν στο μεγάλο ντιλ του 2013, αλλά και την έκπληξη Temasek Holdings, κρατική επενδυτική εταιρεία της Σιγκαπούρης.

Όλα τα στοιχήματα μαζεμένα

«Ο συνδυασμός της Dell με την EMC δημιουργεί έναν ηγέτη στις επιχειρηματικές λύσεις. Η νέα μας εταιρεία θα καταλάβει εξαιρετική θέση προς την κατεύθυνση της ανάπτυξης των πιο στρατηγικών τομέων της επόμενης γενιάς IT», αναφέρει η ίδια ανακοίνωση.

Αξίζει να σημειωθεί ότι οι στρατηγικοί αυτοί τομείς δεν είναι άλλοι από το cloud computing, την εικονικοποίηση, τα κοινωνικά δίκτυα, τις ενοποιημένες επικοινωνίες και την πράσινη πληροφορική, όλα εργαλεία που αν και δεν φαίνονται ακολουθούν σε κάθε βήμα –ή σε κάθε κίνηση χεριού- τους σύγχρονους χρήστες υπολογιστικών συστημάτων.

Μπορεί η Dell να μη συμμετέχει στο πάρτι της Wall Street, όμως φαίνεται πως δεν θα κάνει πίσω στην προσπάθειά της να αναβιώσει ένα μοντέλο ολοκληρωμένο μοντέλο επιχειρηματικών λύσεων αλά IBM, πάνω στα συστήματα ασφαλείας και διαχείρισης περιεχομένου της ECM.

Όπως το θέτει o 67χρονος Τούτσι της 36χρονης EMC, «είναι άνευ προηγουμένου τα κύματα αλλαγής που τώρα βλέπουμε στον κλάδο μας και για να κατευθύνουμε αυτήν την αλλαγή θα πρέπει να δημιουργήσουμε μια νέα εταιρεία κατάλληλη για τη νέα αυτή εποχή».

Κατά τα ήθη και έθιμα της εποχής, οι μέτοχοι της EMC θα καθησυχαστούν, λαμβάνοντας 33,15 δολάρια για κάθε μία μετοχή EMC (δηλαδή ένα premium περίπου 20% επί της τιμής κλεισίματος της μετοχής της EMC στα 27,86 δολάρια την Παρασκευή), εκ των οποίων τα 24,05 σε ρευστό και τα υπόλοιπα 9,10 σε μετοχές παρακολούθησης (tracking stocks) που συνδέονται με τη μετοχή της VMware σε αναλογία 0,111:1.

Έτσι, για κάθε μία μετοχή EMC, οι μέτοχοι θα πάρουν μία μετοχή παρακολούθησης αξίας 9,10 δολαρίων, δηλαδή 0,111 επί 81,78 δολάρια που ήταν η μέση ενδοσυνεδριακή τιμή της μετοχής της VMware στις 7 Οκτωβρίου. Αυτό, τουλάχιστον, ήταν το παράδειγμα που χρησιμοποίησε η Dell στην ανακοίνωσή της και από το οποίο προκύπτει το ποσό-ρεκόρ των 67 δισ. δολαρίων.

Μετά την ολοκλήρωση της εξαγοράς, Μάικλ Ντελ και λοιποί αγοραστές θα κατέχουν το 70% περίπου του κοινού μετοχικού κεφαλαίου της Dell, όπως έκαναν και πριν από την απορρόφηση της EMC.

Η VMware θα παραμείνει εισηγμένη στο χρηματιστήριο και η συμφωνία αναμένεται να οριστικοποιηθεί κάπου ανάμεσα στον Μάιο και τον Οκτώβριο του επόμενου έτους. Το διοικητικό συμβούλιο της EMC έχει δώσει το πράσινο φως και μένει να αποφανθούν οι μέτοχοι. Αν και πλέον η Dell θα κατέχει πλειοψηφικό πακέτο στην VMware, τα στελέχη της απέκλεισαν για την ώρα κάθε σκέψη για επιστροφή στα ταμπλό της Νέας Υόρκης.

Θα πετύχει το ντιλ; Το μόνο σίγουρο είναι πως θα σημάνει ένα τέλος εποχής για την EMC, ένα σύννεφο προσδοκιών για την Dell και άλλη μια ευκαιρία για όσους ζουν στον ψηφιακό κόσμο να αποθηκεύσουν τις προσδοκίες που έχουν για τον πραγματικό· αυτόν της κρίσης.