Επίσκεψη Ερντογάν: «Ο Πρόεδρος που γύρισε από το κρύο»
Η επίσκεψη του Προέδρου της Τουρκίας Ταγίπ Ερντογάν στην Ελλάδα ολοκληρώθηκε, και ήρθε η ώρα για την αξιολόγηση της. Για να γίνει η αξιολόγηση μιας προγραμματισμένης ενέργειας θα πρέπει να είναι γνωστοί οι στόχοι που είχαν τεθεί για την πραγματοποίηση της. Εν προκειμένω όμως οι στόχοι αυτοί δεν είναι γνωστοί. Οι γενικότητες που αναφέρθηκαν από κάποιους για «οικοδόμηση εμπιστοσύνης» ή και «αναβάθμιση των σχέσεων» αποτελούν στην καλύτερη περίπτωση αφελείς επιθυμίες.
Σε τελική ανάλυση, μια συνάντηση κορυφής είτε θα έχει ουσιώδη θέματα πολιτικής στην ατζέντα, είτε όχι. Τα θέματα πολιτικής μπορούμε να τα χωρίσουμε σε δύο κατηγορίες. Χαμηλής και υψηλής πολιτικής. Είναι σύνηθες σε συναντήσεις κορυφής να συζητούνται και να επιλύονται θέματα υψηλής πολιτικής, ενώ σε συναντήσεις υπουργών, ομάδων εργασίας, τεχνοκρατών και υπηρεσιακών παραγόντων να συζητούνται και επιλύονται θέματα χαμηλής πολιτικής, και να γίνεται και η απαραίτητη προεργασία για τα θέματα υψηλής πολιτικής.
Μια συνάντηση κορυφής που έχει ουσία δεν πρέπει να περιοριστεί σε συζητήσεις που δεν καταλήγουν πουθενά, ή σε γενικόλογες διακηρύξεις, αλλά πρέπει να σημειώνουν τουλάχιστον πρόοδο στα θέματα υψηλής πολιτικής, πρόοδο που θα πρέπει να στηρίζεται σε συμφωνία των δύο πλευρών. Αν κάτι τέτοιο δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, τότε δεν έχει νόημα να πραγματοποιηθεί η συνάντηση κορυφής, αλλά μια συνάντηση κατωτέρου επιπέδου.
Μπορεί βέβαια μια συνάντηση κορυφής να γίνει μόνο και μόνο για λόγους δημοσιότητας και προπαγάνδας.
Αν κρίνουμε από τα αποτελέσματα της επίσκεψης του κ. Ερντογάν, η τουρκική πλευρά οργάνωσε την επίσκεψη πάνω σε μια πλατφόρμα δημοσιότητας και προπαγάνδας, και όχι ουσίας. Η επιδίωξη στην περίπτωση αυτή είναι να «φανεί» ότι ο ηγέτης θέτει ένα θέμα, ανεξάρτητα από το επίπεδο στο οποίο βρίσκεται η επεξεργασία του και η πρόοδος στις σχετικές συνομιλίες των δύο μερών.
Κλασσικό παράδειγμα αυτής της προσέγγισης είναι ο τρόπος με τον οποίο χειρίστηκε ο κ. Ερντογάν το θέμα της Συνθήκης της Λωζάννης.
Πριν έλθει ο κ. Ερντογάν παραχώρησε συνέντευξη στην οποία αναφέρθηκε στην Συνθήκη της Λωζάννης, λέγοντας ότι χρειάζεται «επικαιροποίηση». Σημειώνω ότι η συνθήκη της Λωζάννης είναι ιδιαίτερα σημαντική, αφού καθορίζει ανάμεσα στα άλλα τα σύνορα Ελλάδος – Τουρκίας.
Στη πρώτη ημέρα, στην συνάντηση του με τον κ. Ερντογάν ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας κ. Παυλόπουλος είπε ότι η συνθήκη της Λωζάννης είναι αδιαπραγμάτευτη.
Ο κ. Ερντογάν στην απάντηση του ανέφερε ότι υπάρχουν κάποιες εκκρεμότητες στη συνθήκη της Λωζάννης.
Στην κοινή συνέντευξη τύπου που δόθηκε στο Μέγαρο Μαξίμου ο Πρωθυπουργός της Ελλάδος κ. Τσίπρας δήλωσε ότι δεν τίθεται θέμα αμφισβήτησης της Συνθήκης της Λωζάννης.
Από την μεριά του ο κ. Ερντογάν επέμεινε στην ανάγκη επικαιροποίησης της Συνθήκης.
Σημειώνω ότι η αντιπολίτευση στην Τουρκία δεν υιοθετεί την θέση του κ. Ερντογάν.
Ο κ. Ερντογάν με τις δηλώσεις του αυτές και όλο τον χειρισμό του θέματος της Λωζάννης επιβεβαίωσε ότι ήρθε στην Αθήνα για την πρόκληση εντυπώσεων, ειδικά στο εσωτερικό της χώρας του και την μειονότητα της Θράκης. Το μήνυμα είναι απλό: «Η Τουρκία διεκδικεί, η Τουρκία δεν ολιγωρεί, δεν φοβάται να είναι αντιμέτωπη με τις Μεγάλες Δυνάμεις της Δύσης προκειμένου να διεκδικήσει το δίκιο της».
Υπήρξε βέβαια άμεση απάντηση στον κ. Ερντογάν και από τις ΗΠΑ (Στέητ Ντηπάρτμεντ) και από τη Γερμανία. Όμως, ο κ. Ερντογάν κατάφερε με μία φράση να τοποθετηθεί και πάλι στο κέντρο της διεθνούς δημοσιότητας αλλά και να ικανοποιήσει την «εσωτερική» του εκλογική πελατεία.
Την δεύτερη ημέρα της επίσκεψης του, ο κ. Ερντογάν μετέβη ως ιδιώτης στην Κομοτηνή όπου και συναντήθηκε με εκπροσώπους της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης. Υπενθυμίζω ότι την Θράκη έχουν ήδη επισκεφθεί ο Πρωθυπουργός της Τουρκίας κ. Γιλντιρίμ (Ιούλιος 2017) και ο Αντιπρόεδρος της Τουρκικής Κυβέρνησης κ. Τσαβούσογλου (Νοέμβριος 2017). Ο κ. Ερντογάν αποκάλεσε τη μειονότητα της Θράκης ως τη γέφυρα ανάμεσα στις δύο χώρες και απέφυγε να κάνει άλλες δηλώσεις. Και μόνο η παρουσία του στη Θράκη αρκούσε για το μήνυμα που ήθελε να στείλει.
Επομένως μπορούμε να πούμε ότι από τουρκικής πλευράς η επίσκεψη Ερντογάν ήταν επιτυχής, αφού μπόρεσε να προβάλει και στο διεθνή αλλά και στον εσωτερικό χώρο της Τουρκίας τις επιδιώξεις, τις βλέψεις, τα οράματα της Νέας Τουρκίας του κ. Ερντογάν. Και βέβαια κάνοντας όλα αυτά, ο κ. Ερντογάν βγήκε από την απομόνωση έστω και αν προκάλεσε και αρνητικά σχόλια και αντιδράσεις.
Επανέρχομαι στο θέμα των στόχων της επίσκεψης από ελληνικής πλευράς και ξεκινώ από τον υποτιθέμενο ρόλο των ΗΠΑ στην επίσκεψη Ερντογάν.
Ο κ. Τσίπρας συναντήθηκε με τον Πρόεδρο ΗΠΑ κ. Τραμπ στις 17 Οκτωβρίου 2017.
Στις 24 Οκτωβρίου 2017, ο Έλληνας Υπουργός Εξωτερικών κ. Κοτζιάς επισκέπτεται την Άγκυρα και προσκαλεί (εκ μέρους του κ. Παυλόπουλου) τον Τούρκο Πρόεδρο να έλθει στην Αθήνα. Οι πρώτες πληροφορίες από την Άγκυρα αναφέρουν ως πιθανή ημερομηνία της επίσκεψης τον Φεβρουάριο 2018. Με την επιστροφή του κ. Κοτζιά στην Αθήνα, η επίσκεψη φημολογείται ότι θα γίνει τον Δεκέμβριο 2017.
Είναι βέβαιο ότι κατά την επίσκεψη του κ. Τσίπρα στην Ουάσιγκτον συζητήθηκαν οι σχέσεις Ελλάδος – Τουρκίας και η στρατηγική του κ. Ερντογάν. Οι ΗΠΑ μάλλον επιθυμούν να προσεγγίσουν εκ νέου τον κ. Ερντογάν αλλά δεν θέλουν να το πουν φανερά. Η επίσκεψη Ερντογάν στην Ελλάδα θα μπορούσε να είναι μια ευκαιρία για βολιδοσκοπήσεις και σχετικές συζητήσεις. Φαντάζομαι ότι μπροστά σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο ο ενθουσιώδης κ. Τσίπρας υπήρξε περισσότερο από θετικός.
Τα δεδομένα που έχουμε είναι τα ακόλουθα:
- Η επίσκεψη κανονίστηκε κυριολεκτικά την «τελευταία στιγμή». Την επίσημη πρόσκληση για την επίσκεψη του κ. Ερντογάν επέδωσε ο Γενικός Γραμματέας της Προεδρίας της Δημοκρατίας, Πρέσβης Γεώργιος Γεννηματάς, στον Πρέσβη της Τουρκίας στην Αθήνα Γιασάρ Χαλίτ Τσεβίκ στις 2 Δεκεμβρίου 2017.
- Κύριο ρόλο ανέλαβε το Διπλωματικό Γραφείο του Πρωθυπουργού, ενώ ο κ. Κοτζιάς ήταν κάπου αλλού (στην Κίνα).
Με βάση τα παραπάνω, και δεδομένο ότι κάποιοι σύμβουλοι του κ. Τσίπρα τον ενθαρρύνουν να επιδιώκει κάθε ευκαιρία σημαντικής επικοινωνιακής προβολής, θεωρώ ότι η ελληνική πλευρά προέβη στην οργάνωση της επίσκεψης του κ. Ερντογάν έχοντας πολύ λίγο χρόνο στη διάθεση της, και χωρίς πλήρη διάταξη δυνάμεων, αφού οκ. Κοτζιάς απείχε της προσπαθείας. Κάτω από τέτοιες συνθήκες δεν είναι περίεργο το να καταλήξουμε σε μια συνάντηση χωρίς ατζέντα, και έστω και χωρίς πρόθεση να οδηγηθούμε σε μια επίσκεψη όπου κυριαρχεί το στοιχείο της δημοσιότητας και για την Ελλάδα.
Η ανωτέρω εκτίμηση είναι συμβατή και με το γεγονός ότι η ομιλία του κ. Παυλόπουλου έριξε λάδι στην φωτιά. Δεν είναι σαφές κατά πόσον ο Πρόεδρος κ. Παυλόπουλος είχε συντονισθεί με το Υπουργείο Εξωτερικών πριν κάνει την ομιλία του κατά την υποδοχή του κ. Ερντογάν. Με δεδομένη την τάση του κ. Παυλόπουλου να είναι πέραν του δέοντος ομιλητικός, δεν αποκλείεται να αυτοσχεδίασε, εκτιμώντας ότι αποτελεί την φωνή του Έθνους. Ευτυχώς τα σπασμένα τα μάζεψε λίγο αργότερα ο κ. Τσίπρας.
Από τις δηλώσεις των κ.κ. Ερντογάν και Τσίπρα στο Μέγαρο Μαξίμου την πρώτη ημέρα της επίσκεψης προκύπτει η διάσταση απόψεων σε όλα τα ουσιώδη θέματα που περιλαμβάνει η ατζέντα των σχέσεων: στο Κυπριακό, στο Αιγαίο, στην επιστροφή των «πραξικοματιών», τον διορισμό ή την εκλογή του αρχιμουφτή της Θράκης, και πάει λέγοντας. Η ελληνική πλευρά προσπάθησε να αξιοποιήσει αυτή την διάσταση, προβάλλοντας την ευθύτητα και σαφήνεια με την οποία χειρίστηκε τα θέματα ο κ. Τσίπρας.
Ανεξάρτητα από το αν κάποιος συμφωνεί ή διαφωνεί με την πολιτική του κ. Τσίπρα στα εσωτερικά θέματα, είναι αδιανόητο να διαφωνήσει στα λεγόμενα «εθνικά». Λίγο ως πολύ ο κ. Τσίπρας είπε αυτά που έπρεπε να πει, και τα είπε αρκετά καλά.
Αυτή η εκτίμηση όμως δεν αλλάζει την φύση της επίσκεψης, που εκ των πραγμάτων περιορίστηκε στην δημοσιότητα για την Ελλάδα και την προπαγάνδα για την Τουρκία. Η Ελλάδα αποτέλεσε κατά κάποιον τρόπο ένα πεδίο εκτόνωσης και προβολής του κ. Ερντογάν. Η ελληνική πλευρά ήταν αξιοπρεπής αλλά δεν κατάφερε κάτι το αξιοσημείωτο. Δεν έχουμε λόγο ούτε να διαρρηγνύουμε τα ιμάτια μας (Νέα Δημοκρατία και λοιπή αντιπολίτευση) ούτε να πανηγυρίζουμε (Κυβέρνηση). Οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου μας πρέπει να μάθουν να αποφεύγουν τις υπερβολές, ειδικά όταν αναφέρονται στις σχέσεις μας με την Τουρκία.
Κερδισμένος λοιπόν από την επίσκεψη βγαίνει μόνο ο κ. Ερντογάν που είναι – μετά την επίσκεψη του στην Ελλάδα – ο Πρόεδρος που «γύρισε από το κρύο», επανερχόμενος δυναμικά στην σκηνή της δημοσιότητας χωρίς να τον βαραίνουν όλα τα εσωτερικά του θέματα και προβλήματα. Μένει να δούμε αν θα παραμείνει στα χλιαρά ή θα επιστρέψει στα ψυχρά.
*Ο Νίκος Μορόπουλος είναι Σύμβουλος Εταιρικών Μετασχηματισμών (MSc)